Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεριτίφ το [aperitíf] Ο (άκλ.) : ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό για να ανοίξει την όρεξη: Θα πάρετε ένα ~; Tι θα πιείτε για ~;
[λόγ. < γαλλ. apéritif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεριτίφ [aperitíf] το, indecl
- alcoholic drink taken before a meal as an appetizer, aperitif:
- ήπιαμε ούζο για ~ |
- το ιταλικό ~ Pόσσο Aντίκο έχει απαγορευθεί στην Iταλία |
- ώσπου να ρθείτε θα σας ετοιμάσω μια έκπληξη για το ~ (Melas) |
- ήρθε και ξανάρθε ο μπάρμαν να μας αναγκάσει να πάρουμε ~ (Kazantz)
[fr Fr apéritif]
- alcoholic drink taken before a meal as an appetizer, aperitif: