Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεργώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεργώ [aperγó] Ρ10.9α αόρ. απήργησα και (σπάν.) απέργησα, απαρέμφ. απεργήσει : αναστέλλω την εργασία μου συμμετέχοντας σε απεργία: Γιατί απεργούν πάλι; Δεν απήργησε. Aπεργούν οι εργάτες / οι υπάλληλοι / οι επαγγελματίες.

[λόγ. απεργ(ός) -ώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεργώ [aperγó] απεργεί, ipf απεργούσα, aor απέργησα (subj απεργήσω) (L)
  • go or be on strike, strike:
    • απαγορεύεται ν' απεργούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Christidis EΣ) |
    • εκείνοι που εισπράττουν τους άθλιους μισθούς διαμαρτύρονται, φωνάζουν, απεργούν (Psathas) |
    • όποιος τολμήσει ν' απεργήσει, θα εκτελείται αμέσως (από τις κατοχικές δυνάμεις) (ChZalokostas)

[fr kath (neol Koumanoudis) απεργώ (-έω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεργών, -ούσα, -ούν [aperγón] (L)
  • being on strike, striking:
    • η αστυνομία συνέλαβε τα απεργούντα μέλη της εργατικής ένωσης |
    • δραματική πραγματικότητα αντιμετωπίζουν χρόνια τώρα οι απεργούντες εφοριακοί (Psathas)

[fr kath απεργών, prp of απεργώ]

[Λεξικό Κριαρά]
απεργώνω.
  • 1)
    • α) Παραπλανώ, ξεγελώ:
      • (Xρον. Mορ. H 1254
      • άλλοι τον απεργώσαν κι επίστεψεν τα λόγια τους (αυτ. H 5573
    • β) προδίδω:
      • ο βασιλεύς απέμεινεν, απέργωσεν τους Φράγκους (αυτ. P 79).
  • 2) Zημιώνω:
    • εχάσες τό επεχείρησες, απεργωμένος είσαι (αυτ. H 1589).

[<πρόθ. από + ουσ. έργον (ή <μτγν. επίθ. απεργός, DGE) + κατάλ. ώνω. H λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες