Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεργός ο [aperγós] Ο17 θηλ. απεργός [aperγós] Ο34 : αυτός που απεργεί, ο εργαζόμενος που μετέχει σε απεργία: Συγκρούσεις απεργών και αστυνομίας. || (ως επίθ.): Οι απεργοί οικοδόμοι έκαναν συγκέντρωση στο εργατικό κέντρο.
[λόγ. απ(ο)- αρχ. -εργός (< ἔργον) κατά τα αρχ. ἐνεργός, ἀεργός `που δεν εργάζεται΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- απεργός [aperγós] ο, η, (L)
- one refraining fr work, voluntarily idle, striking worker, striker:
- ο ~ δεν δικαιούται να πάρει επίδομα ανεργίας |
- οι απεργοί έκαψαν τις αποθήκες με 95 τραμ μέσα (ChZalokostas)
[fr kath (neol) απεργός, new form. fr phr απ' έργου, based on nouns compounded w. -εργός]
- one refraining fr work, voluntarily idle, striking worker, striker:
- απεργοσπάστης ο [aperγospástis] Ο10 θηλ. απεργοσπάστρια [aperγospá stria] Ο27 : 1.ο εργαζόμενος που δε μετέχει στην απεργία και εξακολουθεί να εργάζεται: Tο συνδικάτο διέγραψε από μέλη του τους απεργοσπάστες. 2. αυτός που προσλαμβάνεται για να εργαστεί στη θέση του απεργού: Οι απεργοσπάστες ήταν ανειδίκευτοι και προκάλεσαν ζημιές στις μηχανές.
[λόγ. απεργ(ία) -ο- + σπασ- (σπάω) -της· λόγ. απεργοσπά σ(της) -τρια]
- απεργοσπάστης [aperγospástis] ο, (L)
- worker not participating in a workers' strike or working in the place of striking workers, strikebreaker, scab, fink (syn ανταπεργός):
- η εργατική συνομοσπονδία θα λάβει αυστηρά μέτρα κατά των απεργοσπαστών |
- καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα (Tsirkas)
[fr kath (neol) απεργοσπάστης, cpd w. combin form -σπάστης (: σπάζω), loan transl fr Fr briseur de grève or Eng strikebreaker; cf καρυδοσπάστης, ριζοσπάστης]
- worker not participating in a workers' strike or working in the place of striking workers, strikebreaker, scab, fink (syn ανταπεργός):
- απεργοσπαστικός -ή -ό [aperγospastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους απεργοσπάστες: ~ μηχανισμός. Οι απεργοσπαστικές ενέργειες της διευθύνσεως εξαγρίωσαν τους απεργούς.
απεργοσπαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απεργοσπάστ(ης) -ικός]
- απεργοσπαστικός, -ή, -ό [aperγospastikós] (L)
- designed or intended to break up a strike:
- ο σύλλογος βιομηχάνων μελετά απεργοσπαστικά μέτρα |
- η κυβέρνηση επεκτείνει το θεσμό των απεργοσπαστικών μηχανισμών
[fr kath (neol) απεργοσπαστικός, der of απεργοσπάστης]
- designed or intended to break up a strike:
- απεργοσπάστρια [aperγospástria] η, (L)
- female strikebreaker:
- οι απεργοσπάστριες είχαν μαζευτεί έξω από το εργοστάσιο αλλά δεν μπορούσαν να μπουν
[f der of απεργοσπάστης]
- female strikebreaker: