Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεργοσπάστης ο [aperγospástis] Ο10 θηλ. απεργοσπάστρια [aperγospá stria] Ο27 : 1.ο εργαζόμενος που δε μετέχει στην απεργία και εξακολουθεί να εργάζεται: Tο συνδικάτο διέγραψε από μέλη του τους απεργοσπάστες. 2. αυτός που προσλαμβάνεται για να εργαστεί στη θέση του απεργού: Οι απεργοσπάστες ήταν ανειδίκευτοι και προκάλεσαν ζημιές στις μηχανές.
[λόγ. απεργ(ία) -ο- + σπασ- (σπάω) -της· λόγ. απεργοσπά σ(της) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεργοσπάστης [aperγospástis] ο, (L)
- worker not participating in a workers' strike or working in the place of striking workers, strikebreaker, scab, fink (syn ανταπεργός):
- η εργατική συνομοσπονδία θα λάβει αυστηρά μέτρα κατά των απεργοσπαστών |
- καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα (Tsirkas)
[fr kath (neol) απεργοσπάστης, cpd w. combin form -σπάστης (: σπάζω), loan transl fr Fr briseur de grève or Eng strikebreaker; cf καρυδοσπάστης, ριζοσπάστης]
- worker not participating in a workers' strike or working in the place of striking workers, strikebreaker, scab, fink (syn ανταπεργός):