Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεργία η [aperjía] Ο25 : σκόπιμη αναστολή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου ή την εκδήλωση της θέλησής του: ~ εργατών / υπαλλήλων / επαγγελματιών. ~ στο ηλεκτρικό / στο νερό / στα λεωφορεία, απεργία των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες. ~ πείνας*. ~ κλαδική / γενική / εικοσιτετράωρη / διαρκείας / προειδοποιητική / αλληλεγγύης. ~ πολιτική, που έχει πολιτικά κίνητρα. Kυλιόμενη ~, που πλήττει με τη σειρά τα διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ. Kήρυξη / περιφρούρηση / παράταση / αναστολή / λύση της απεργίας. Είμαι σε / έχω ~. Kατεβαίνω σε ~. Kηρύσσω ~. ΦΡ λευκή* ~.
[λόγ. απεργ(ός) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεργία [aperyía] η, (L)
- concerted act of quitting work by a body of workers designed to enforce compliance w. demands, strike:
- κάνουμε, έχουμε ~ we are on strike, we strike |
- ~ των σιδηροδρομικών, των υφαντουργών |
- αγροτική, διδασκαλική ~ |
- γενική, καθολική ~ |
- ~ απεριόριστου χρόνου, μέχρις εσχάτων |
- φοιτητική ~ organized abstention of students fr their studies, student strike |
- λευκή ~ strike during which workers stay at their positions but do not work, stay-in strike |
- κηρύσσω ~ call a strike |
- φοβούνται πως τα πληρώματα των καραβιών θα κηρύξουν ~ (KPolitis) |
- η μη επίλυση των ζητημάτων τους τους ανάγκασε να κατέβουν σε ~ (Psathas)
- ⓐ ~ πείνας (or ~ πείνης) (usu of prisoners) abstention fr food for the purpose of protest, hunger strike:
- είχαν κηρύξει ~ πείνας, που κατόπιν έγινε ~ θανάτου (Papanoutsos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απεργία, der of απεργός]
- concerted act of quitting work by a body of workers designed to enforce compliance w. demands, strike:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεργιακός -ή -ό [aperjiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την απεργία: ~ αγώνας. Aπεργιακή κινητοποίηση. Για την καθοδήγηση της απεργίας δημιουργήθηκε απεργιακή επιτροπή.
[λόγ. απεργί(α) -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεργιακός, -ή, -ό [aperyiakós] (L)
- of, or related to, strikes:
- ~ αγώνας, σάλος |
- απεργιακή εκδήλωση, κινητοποίηση |
- απεργιακή επιτροπή |
- απεργιακό κύμα ξέσπασε στην περιοχή της πρωτεύουσας |
- σε απεργιακή κίνηση βρίσκονται οι γιατροί του IKA (Palaiologos, adapted)
[der of απεργία]
- of, or related to, strikes: