Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεραντοσύνη η [aperandosíni] Ο30α : η ιδιότητα του απέραντου1: H ~ του ουρανού / της θάλασσας. Aγνάντευαν τη γαλάζια ~ του πελάγου.
[λόγ. απέραντ(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεραντοσύνη [aperandosíni] η, (L)
- ① boundlessness, limitlessness, infiniteness (syn άπειρο 2):
- η ~ του διαστήματος, του ουράνιου θόλου, του πλανήτη, του σύμπαντος |
- η ~ της ερήμου, του ορίζοντα, του πελάγου, της στέπας, του ωκεανού |
- η ~ της αιωνιότητας, της ελευθερίας, της επιστήμης, του πνεύματος, της σιωπής |
- αδειανή, γαλάζια ~ |
- άβυσσος απεραντοσύνης |
- ~στο χώρο και στο χρόνο |
- δίνει εντύπωση απεραντοσύνης |
- έδειξαν τι ~ έχει το θέμα |
- ο λόγος δίνει μορφή στην ιδέα, και στη μορφή την ~ του ύψους (Palam) |
- αδύνατο να συλλάβει κανείς την ~ του συγκινησιακού βίου του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- o αληθινός θεός έδωσε στη δημιουργία του τη δική του ~ (Dimaras) |
- poem .. μέσα | στων ουρανών απλώνονται την ~ | του ηλιού τα βασιλέματα (Palam) |
- ζητάει ν' απλώσει τα φτερά | στην ~ (Xydis)
- ⓐ wide open space, expanse (syn ανοιχτοσύνη 1, ανοιχτωσιά, απλοχωριά):
- άσπαρτες, ανόργωτες απεραντοσύνες |
- η πλουτοφόρα ~ της θεσσαλικής γης |
- παντού στα βουνά έβλεπες φαντάρους να ψάχνουν το δρόμο τους μέσα στην άσπρη ~ (Terzakis) |
- μια ~ απλωνόταν πέρα απ' τη στεριά (Prevelakis) |
- βάζει τους μαστόρους κι απλώνουν στις αμμουδιές την ~ της πέτρας (Panagiotop) |
- κόβουν σε συμμετρικά τετράγωνα τις πράσινες απεραντοσύνες (Karantonis)
- ② great size, immensity, hugeness (syn phr υπερβολικό μέγεθος):
- ο δρόμος και η ~ της πολιτείας μάς φοβίζουν όπως ο πόλεμος (Loukatos) |
- δεν καταλαβαίνει κανείς την ~ του θείου αυτού οικοδομήματος (Athanasiadis-N) |
- δε χάνεσαι ποτέ μέσα στην ~ του Παρισιού (Chatzinis)
- ⓑ great amount, quantity or degree, immensity (syn απειρία2 2):
- η ~ της ανθρώπινης γνώσης |
- ο πλούτος του λεξιλογίου του είναι ανάλογος προς την ~ των αναγκών του (Dimaras) |
- κάθε μέρα είναι ποτισμένη με την ~ της μοναξιάς (Karagatsis) |
- poem χαιρόμουνα της δίψας μου την ~ (Palam)
[der of απέραντος w. suff -σύνη]
- ① boundlessness, limitlessness, infiniteness (syn άπειρο 2):