Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεραντολογώ [aperandoloγó] Ρ10.9α : αναπτύσσω ένα θέμα χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες: Aπεραντολογούσε χωρίς να καταλήξει πουθενά.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεραντολογῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεραντολογώ [aperandoloγó] απεραντολογεί, ipf απεραντολογούσα, aor subj απεραντολογήσω (L)
- talk incessantly, be loquacious, wordy or prolix (syn πολυλογώ, φλυαρώ):
- ή μιλούσε με μισόλογα ή φούντωνε κι απεραντολογούσε (Terzakis) |
- υπάρχει κίνδυνος ν' αναμασήσει κανείς το θέμα ή ν' απεραντολογήσει (id., adapted)
[fr kath απεραντολογώ ← K]
- talk incessantly, be loquacious, wordy or prolix (syn πολυλογώ, φλυαρώ):