Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίφραχτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απερίφραχτος -η -ο [aperífraxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν περιφράξει. ANT περιφραγμένος: Aπερίφρακτο οικόπεδο.

[λόγ. < ελνστ. ἀπερίφρακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες