Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίφραστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απερίφραστος -η -ο [aperífrastos] Ε5 : που λέγεται χωρίς περιφράσεις, χωρίς υπεκφυγές και υπονοούμενα: Aπερίφραστη άρνηση, κατηγορηματική. απερίφραστα ΕΠIΡΡ: Tου μίλησα ~, καθαρά.

[λόγ. < μσν. απερίφραστος < α- 1 ελνστ. περιφρασ- (περιφράζομαι) `εκφράζομαι με περιφράσεις΄ -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απερίφραστος, -η, -ο [aperífrastos] (L)
  • unequivocal, straightforward, direct, frank (near-syn απερίστροφος):
    • ~ ενθουσιασμός, χαρακτηρισμός |
    • απερίφραστη αλήθεια, γνώμη, διακήρυξη, έκφραση, ομολογία |
    • απερίφραστα λόγια |
    • απερίφραστη υποταγή στο μονάρχη |
    • απερίφραστη καταδίκη της οικονομικής πολιτικής |
    • ζωηρή και απερίφραστη διαφωνία |
    • σθεναρή και απερίφραστη επισήμανση του προβλήματος |
    • απάντησε με ένα απερίφραστο ναι |
    • η ποίηση του Kαβάφη έχει στιγμές απερίφραστες και μάλιστα αδιάντροπες (Spandonidis) |
    • μένει πάντα εθνικιστής και το λέει με τον πιο απερίφραστο τρόπο (Charis)
  • ⓐ act. expressing o.s. straightforwardly, frank (syn ειλικρινής):
    • κανένας δεν είναι τόσο ωμός, τόσο ~, ώστε ν' αποκαλύψει τα εσώτερα κίνητρά του (Panagiotop)

[fr kath απερίφραστος ← MG (Eustathius, 12th c.); cf περιφραστικός (ib), K περίφρασις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες