Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίσπαστα [aperíspasta] adv (L)
- without distraction, undistractedly (syn phr χωρίς περισπασμούς, near-syn ανενόχλητα):
- εργάζεται, σπουδάζει ~ |
- η αστική τάξη στα νησιά δεν αναπτύσσεται ~ (Vacalop) |
- έζησε ακόμη δέκα χρόνια, αφοσιωμένος ~ στη δημιουργία του (Dimaras) |
- τον συντηρούσε, για να επιδίδεται ~ στα πνευματικά του πειράματα (Tachtsis) |
- μπορούσε κανένας να κάνει ~ το κέφι του (Thrylos)
[der of απερίσπαστος; cf kath απερισπάστως]
- without distraction, undistractedly (syn phr χωρίς περισπασμούς, near-syn ανενόχλητα):