Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απερίσκεπτος -η -ο [aperískeptos] Ε5 : 1.για ενέργεια, κίνηση κτλ., που γίνεται χωρίς περίσκεψη, χωρίς προηγούμενη λεπτομερή εξέταση· ασυλλόγιστος, αστόχαστος, επιπόλαιος: Aπερίσκεπτη απόφαση. Mια απερίσκεπτη ενέργεια παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Aπερίσκεπτο διάβημα. Aπερίσκεπτα λόγια. Aπερίσκεπτη οδήγηση. H εντατική και απερίσκεπτη εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, οδηγεί στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. 2. για κπ. που ενεργεί χωρίς περίσκεψη: ~ άνθρωπος. Mην είσαι τόσο ~!
απερίσκεπτα ΕΠIΡΡ: Δεν πρέπει να μιλάς τόσο ~. [λόγ. < αρχ. ἀπερίσκεπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίσκεπτος1 [aperísceptos] ο, (L)
- thoughtless or imprudent person (syn άμυαλος1 2):
- τέτοια πράματα μονάχα οι ξυπασμένοι κ' οι απερίσκεπτοι τολμούν να ξεστομίσουν (Panagiotop)
[substantiv. m of απερίσκεπτος2]
- thoughtless or imprudent person (syn άμυαλος1 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίσκεπτος2, -η, -ο [aperísceptos] (& απερίσκεφτος) (L)
- ① thoughtless, imprudent, heedless, unwary (syn άμυαλος2 1):
- ~ αυτοσχεδιασμός, εθνικισμός |
- απερίσκεπτη γνώμη, θέληση, κοπέλα, ψυχή |
- απερίσκεπτο παιδί |
- απερίσκεπτη οδήγηση reckless driving (syn phr απρόσεχτη οδήγηση) |
- προσέχετε τους απερίσκεπτους ποδηλάτες |
- ο κακός άνθρωπος είναι στη διαχείριση της ζωής του ~ και άσωτος (Papanoutsos) |
- ποιος εφοπλιστής θα ήταν τόσο ~ να μεταφέρει το γραφείο του από τον Πειραιά στην ιδιαίτερη πατρίδα του; (DPolemis) |
- την έπαθε καθώς ο αργόσχολος και ~ επαρχιώτης (Panagiotop) |
- οι Έλληνες ψάχνουν την αλήθεια με τρόπο απερίσκεπτο (Tatakis) |
- poem στολίστηκε με τον ήλιο του απερίσκεπτου χαμογέλιου της (NPappas)
- ② ill-advised, ill-considered, injudicious, rash, foolish (syn ασυλλόγιστος2, ασύνετος, επιπόλαιος2):
- απερίσκεπτη ενέργεια, κίνηση |
- απερίσκεπτα μέτρα, συμπεράσματα |
- έρχεσαι να μου κάνεις μια σκηνή απερίσκεπτη, που μόνον ο άντρας μου θα είχε το δικαίωμα (Melas) |
- δεν αντιστάθηκε στην απερίσκεπτη επιμονή της βαβαρικής αυλής (Papantoniou)
- ③ foolishly adventurous, foolhardy, reckless (syn απόκοτος, παράτολμος):
- απερίσκεπτη απόπειρα, πολιτική |
- έκαμε μιαν απερίσκεπτη εξόρμηση που στοίχισε τη ζωή του (Kanellop) |
- οι άνθρωποι έγιναν τολμηρότεροι· ίσως και περισσότερο απερίσκεπτοι (Panagiotop) |
- είμαστε αρκετά απερίσκεπτοι θαυμαστές, για να περνούμε σχεδόν αποκάτω (από τους παγετώνες) με κίνδυνο να μας θάψει καμιά χιονοστιβάδα (Athanasiadis-N)
[fr kath απερίσκεπτος ← K, AG]
- ① thoughtless, imprudent, heedless, unwary (syn άμυαλος2 1):