Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίγραπτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απερίγραπτος, επίθ.
  • Που δεν μπορεί να περιγραφεί:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 59r).

[μτγν. επίθ. απερίγραπτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απερίγραπτος -η -ο [aperíγraptos] Ε5 : που είναι πολύ δύσκολο ή σχεδόν αδύνατο να τον περιγράψει κανείς, συνήθ. για κτ. πολύ δυσάρεστο, άσχημο, ενοχλητικό κτλ.: Tα βάσανά του είναι απερίγραπτα. H ακαταστασία / η φρίκη ήταν απερίγραπτη. H κατάσταση των δρόμων είναι απερίγραπτη. Xάλια απερίγραπτα. || για συναισθήματα, πολύ έντονος, πολύ μεγάλος: Ο ενθουσιασμός τους ήταν ~. Aισθάνθηκε μια απερίγραπτη χαρά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπερίγραπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απερίγραπτος, -η, -ο [aperíγraptos] (& Myriv & Theotokas απερίγραφτος) (L)
  • ① being beyond description, indescribable, inexpressible, ineffable (near-syn ανείπωτος 2, ανεκδιήγητος 1, ανέκφραστος 1):
    • ~ θησαυρός, θόρυβος, συνωστισμός, χορός |
    • ~τυχοδιώκτης |
    • απερίγραπτη βοή, καλλονή, πάλη, ποικιλία, φτώχεια |
    • απερίγραπτη ακτινοβολία, αφέλεια, γοητεία, χάρη |
    • απερίγραπτες βιαιότητες, δοκιμασίες, περιπέτειες, πλημμύρες |
    • απερίγραπτο ζώο, θέαμα, φαΐ, φως, χαμόγελο |
    • απερίγραπτα εμπόδια, ουρλιάσματα, χρώματα |
    • έγραφε βλαστήμιες απερίγραπτες |
    • περάσαμε απερίγραπτες ώρες |
    • ατμόσφαιρα απερίγραπτης χαράς |
    • του έγινε απερίγραπτη αποθέωση |
    • ο δρόμος βρίσκεται σε απερίγραπτα χάλια |
    • ο θεός είναι ~ και άπειρος |
    • ακολουθεί απερίγραπτη φυγή του εκδρομικού πληθυσμού (Melas) |
    • υπάρχει μέσα σε τούτο το απερίγραφτο μελίσσι κάποια ευπρέπεια (Theotokas) |
    • ακούει το μεγάλο τραγούδι της θάλασσας, που είναι απερίγραφτο (Myriv)
  • ② excessive, extreme, sheer, great (near-syn ανείπωτος 2, μεγάλος, υπερβολικός):
    • ~ φόβος |
    • απερίγραπτη έκπληξη, λύπη, οργή, πλήξη, σαχλαμάρα |
    • χαμόγελο στοργής απερίγραπτης |
    • απερίγραπτο κύμα ενθουσιασμού |
    • είναι μια δύσκολη άσκηση, που προϋποθέτει συχνά απερίγραπτο μόχθο (Panagiotop) |
    • η ύστερη αυτή απόφαση λάμπει κάποτε στο νου της με απερίγραπτη αγαλλίαση (GKazantz) |
    • το χάζι που έκανα ήταν απερίγραπτο (ASchinas)

[fr kath απερίγραπτος ← PatrG, K (pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες