Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απενταρία η [apendaría] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) πλήρης ή πολύ μεγάλη έλλειψη χρημάτων· αδεκαρία, αναπαραδιά, αφραγκία: Έχω κάτι απενταρίες!
[λόγ. απένταρ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απενταρία [apendaría] η,
- lack of money, pennilessness (syn αδεκαρία):
- έχω απενταρίες |
- βρίσκομαι σε απενταρίες |
- υποφέρω από απενταρίες |
- τ' αποτσίγαρο είναι το μάννα της ερήμου, της απενταρίας τους (Melas) |
- αυτοί είναι οι μεγάλοι μας |
- εφημερίδες, τιμές, γιορτές κ' η ~ ~,αυτό ν' ακούγεται! (Panagiotop)
[der of απένταρος2]
- lack of money, pennilessness (syn αδεκαρία):