Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεμπλοκή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεμπλοκή η [apemblokí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεμπλέκω.

[λόγ. απ(εμπλέκω) -εμπλοκή κατά το σχ.: εμπλέκω - εμπλο κή μτφρδ. γαλλ. désengagement ή αγγλ. disengagement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεμπλοκή [apemblocí] η, (L)
  • disengagement, extrication (syn απαγκίστρωση 2, αποσύνδεση):
    • ~ των αντιμέτωπων στρατιωτικών τμημάτων |
    • ~ της Eλλάδας από δεσμούς με .. |
    • δεν υπάρχει καμιά προοπτική άμεσης απεμπλοκής από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί

[fr kath (neol) απεμπλοκή, cpd w. εμπλοκή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες