Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελπιστικός -ή -ό [apelpistikós] Ε1 : που είναι τόσο δυσάρεστος, εκνευριστικός, κακός κτλ., ώστε προκαλεί απελπισία· πολύ κακός: H κατάστασή του είναι απελπιστική. || Aπελπιστική ζέστη, πολύ μεγάλη, ανυπόφορη.
απελπιστικά ΕΠIΡΡ (για κτ. δυσάρεστο, κακό, άσχημο κτλ.) πάρα πολύ, υπερβολικά: Ήταν ~ άσχημος. H μπάλα βγήκε ~ άουτ. [λόγ. απελπισ- (απελπίζω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελπιστικός, -ή, -ό [apelpistikós] (L)
- ① causing despair or hopelessness, hopeless, discouraging (syn αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός):
- απελπιστική αρρώστια, δυσκολία, θέση, κατάσταση, φτώχεια |
- απελπιστική ακαταστασία, ρουτίνα, σκέψη, φιλοσοφία |
- απελπιστικό αίσθημα, έργο, κενό, μήνυμα, συμπέρασμα |
- μου ξαναγύρισε τον τόμο με απελπιστικότατο μορφασμό (Palam) |
- η πνευματική κατάπτωση ήταν μέχρι σημείου απελπιστικού έντονη (Papatsonis) |
- περιορίζει σε απελπιστικό βαθμό τις απαιτήσεις του (Charis) |
- το απελπιστικότερο ήταν πως καταβαλλόταν προσπάθεια να γελοιοποιηθεί ο λαός (Christidis)
- ② displaying, or done in, despair, desperate, despondent (syn απέλπιδος 1):
- έκανε κάτι απελπιστικές χειρονομίες (TDoxas) |
- άρχισε να τους ενθαρρύνει, σαν στρατηγός επιτήδειος τους στρατιώτες του στην ώρα απελπιστικής εφόδου (Karkavitsas) |
- rembetiko στις νύχτες τις αόρατες γυρίζω και φωνάζω· | με απελπιστική φωνή το θάνατό μου κράζω (IPetrop) |
- poem .. γράφοντας με συμπαθητικό μελάνι στο γαλάζιο | μιαν απελπιστική κραυγή (Seferis)
[fr postmed (Somavera) απελπιστικός, der of απελπίζω; cf MG (also in CGL) απέλπιστος (desperatus)]
- ① causing despair or hopelessness, hopeless, discouraging (syn αποθαρρυντικός, αποκαρδιωτικός):