Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελπισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απελπισμός [apelpizmós] ο, (L)
  • ① loss of hope, despair, desperation (syn απελπισία, απόγνωση):
    • ανυπόφερτος, αστόχαστος, μαύρος ~ |
    • αίσθηση, πράξη, κατάσταση, κύμα, ώρα απελπισμού |
    • βογγητό, ομολογία απελπισμού |
    • αισθάνομαι, πέφτω σε απελπισμό |
    • οι στριγγλιές της ξεσήκωσαν τις γειτόνισσες μέσα στην ησυχία που απλωνόταν, γεμάτη από τον απελπισμό και την ανημποριά των ανθρώπων (Myriv) |
    • δυο μάτια είχαν απομείνει απ' τη μορφή της, όλο σάστισμα κι απελπισμό (Melas) |
    • ο δάσκαλος παράστεκε σιμά του γεμάτος απελπισμό (Panagiotop) |
    • ~ πήρε τους Έλληνες μόλις αντίκρυσαν τους σιδερόφρακτους ιππότες (ChZalokostas)
  • ② literary or philosophical movement professing despair:
    • λυρικός, μηδενιστικός, φιλοσοφικός ~ |
    • από του πόνου τη βοή αντηχούν τα εργαστήρια των ποιητών του λεοπαρδικού απελπισμού (Palam) |
    • το βασικό βίωμα, που χρησιμοποιεί ο Kierkegaard ως αφετηρία του, είναι ο ~, η συνείδηση της αποστάσεως που χωρίζει το υποκείμενο από το αντικείμενο (Georgoulis)

[fr kath απελπισμός ← PatrG (4th & 5th c.) ← K (Polyb.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες