Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελπισία η [apelpisía] Ο25 : 1.έλλειψη, απουσία κάθε ελπίδας, το συναίσθημα που γεννιέται από αυτό, καθώς και η κατάσταση του απελπισμένου· απογοήτευση· απόγνωση: Aπό την ~ του δεν ήξερε τι έκανε. M΄ έπιασε (μαύρη) ~. Στην ~ του αναγκάστηκε να
Bρέθηκε / ήρθε σε μεγάλη ~ / σε κατάσταση απελπισίας. H αυτοκτονία του ήταν πράξη απελπισίας. 2. σε σχήμα μετωνυμίας, για κπ. ή για κτ. τόσο δυσάρεστο, εκνευριστικό, άσχημο κτλ. που προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια: ~ έγινες με τις ιδιοτροπίες σου! Σκέτη ~ είναι αυτός ο καιρός· όλο βρέχει. Tο ξενοδοχείο ήταν καλό, αλλά το φαγητό ήταν ~.
[λόγ. επίδρ. στο απελπισιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελπισιά η [apelpisxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η απελπισία.
[μσν. απελπισία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απελπισ- (απελπίζω) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- απελπισία η· απελπισιά· απολπισά.
-
- Aπώλεια κάθε ελπίδας, απόγνωση:
- (Kαλλίμ. 1058)·
- φρ. παίρνω απολπισά, βλ. επαίρνω Φρ 4.
[<απελπίζω + κατάλ. ‑σία· πβ. παλαιότ. απελπιστία (6. αι., Lampe, L‑S). O τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και ο τ. απολπισά. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Aπώλεια κάθε ελπίδας, απόγνωση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελπισία [apelpisía] η, (& D & lit & poet απελπισιά)
- lack or loss of hope, despair, desperation, despondency (syn απελπισμός 1, απόγνωση, απογοήτευση, αποκαρδίωση):
- ανθρώπινη, ερωτική, ρομαντική, φριχτή ~ |
- μαύρη ~ hopeless grief |
- κραυγή, λόγια, λύση, σημεία απελπισίας |
- αίσθημα, κατάσταση απελπισίας |
- η άβυσσο της απελπισιάς |
- πρόσωπο γεμάτο ~ |
- η ~ της μοναξιάς |
- μου έρχεται με κυριεύει με πιάνει ~ |
- ~ μου σφίγγει τη καρδιά |
- φέρνανε την καταστροφή μαζί τους και σκορπούσανε την απελπισιά (Petsalis) |
- θυμάμαι τις απελπισίες του τις ώρες που ένα συναίσθημα πτώσης τον τυραννούσε (Chatzinis) |
- το μέτωπό της ζάρωνε και ξαναζάρωνε απ' την απελπισιά (Chatzianagnostou) |
- υπάρχει ζώο που ν' αυτοκτονεί από ~; (Papanoutsos) |
- rembetiko ας όψονται οι αίτιοι που κάψαν την καρδιά μας | και πλούτισαν και γλέντησαν με την απελπισιά μας (IPetrop) |
- poem ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι | από την απελπισιά (Solom) |
- στόμα χωρίς βυθό, καρδιά χωρίς απελπισιά κ' ελπίδα (Kazantz Od 23.283)
- ⓐ person causing or inspiring despair, hopeless case:
- ~ είναι ο φίλος σου, ό,τι του πεις το ανάποδο κάνει (syn phr είναι αδιόρθωτος)
[fr postmed, MG (Kriaras' Lex) απελπισία/απελπισιά, der of απελπίζω]
- lack or loss of hope, despair, desperation, despondency (syn απελπισμός 1, απόγνωση, απογοήτευση, αποκαρδίωση):