Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελπίζω [apelpízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. απελπισμένος* : κάνω κπ. να χάσει τις ελπίδες του, τον φέρνω σε απελπισία, τον αποθαρρύνω: Mας απέλπισαν οι γιατροί. Mην τον απελπίζεις τον άνθρωπο. Είναι άνθρωπος που απελπίζεται εύκολα.
[ελνστ. ἀπελπίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απελπίζω· απερπίζω· απολπίζω· απορπίζω.
-
- 1) (Eνεργ. και μέσ., αμτβ.) χάνω την ελπίδα μου, απογοητεύομαι:
- (Φλώρ. 728), (Διγ. Άνδρ. 33415), (Πανώρ. A´ 44).
- 2)
- α) (Eνεργ. μτβ. με αντικ. πρόσωπο) κάνω κάπ. να χάσει την ελπίδα του:
- Eυχαριστούμεν τον Xριστόν που δεν μας απελπίζει (Διήγ. ωραιότ. 689)·
- β) (προκ. για άρρωστο) τον θεωρώ καταδικασμένο, «ξεγραμμένο»:
- Χριστέ μου, … ανάστησον νέον απελπισμένον από πάντων των ιατρών (Διγ. Άνδρ. 40927).
- α) (Eνεργ. μτβ. με αντικ. πρόσωπο) κάνω κάπ. να χάσει την ελπίδα του:
[αρχ. απελπίζω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) (Eνεργ. και μέσ., αμτβ.) χάνω την ελπίδα μου, απογοητεύομαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελπίζω [apelpízo] (& Aegean απορπίζω) ipf απέλπιζα, aor απέλπισα (subj απελπίσω), pf & plupf έχω-είχα απελπίσει, mediop ·ÂÏ›˙ÔÌ·È (& dial απορπίζομαι & απελπιέμαι), ipf απελπιζόμουν, aor απελπίστηκα, απελπίστηκε & απελπίστη (subj απελπιστώ), pf & plupf έχω-είχα απελπιστε
- ① cause s.o. to lose hope, drive s.o. to despair (syn απογοητεύω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω):
- ο γιατρός τους απέλπισε σχετικά με την κατάσταση του αρρώστου |
- prov μην απελπίζεις άνθρωπο με τη δική σου γνώση, γιατί δεν ξεύρεις ο θεός τι έχει να του δώσει do not counsel despair for you do not know God's plan |
- φρόντισε ν' απελπίσεις τον πατέρα, για να μην πιστεύει άδικα πως θα 'χω την τρέλα να γυρίσω (Papantoniou) |
- η αμοιβαία εξάρτηση του παρατηρητή και του παρατηρούμενου πράγματος πάει σήμερα ν' απελπίσει τη θεωρητική Φυσική (Papanoutsos) |
- και κείνοι κάτι θα ονειρεύουνταν, για να μην απελπίζουνται από την ξεσκισμένη ζωή που ζούσαν (Prevelakis) |
- στο πρώτο καφενεδάκι όπου μπήκε, τον απέλπισαν πως θα 'βρισκε κατάλυμα (TAthanasiadis)
- ② mi απελπίζομαι lose hope or heart, be in despair, be discouraged, give up (syn απαυδώ 2, near-syn απογοητεύομαι, ant αισιοδοξώ, ελπίζω):
- ο πατέρας μου ήταν απελπισμένος με το χάλι μου (Myriv) |
- το περασμένο καλοκαίρι έκανα εμπόριο· αλλά έπεφτα έξω και απελπίστηκα (Lountemis) |
- σαν είδε ο λαός τα πολλά τα τούρκικα καράβια μέσα στο λιμάνι, απορούσε και θαύμαζε, κι απελπιζόταν κ' έκλαιγε (Petsalis) |
- folks. Γιωργάκη μου, μη χάνεσαι, μη θέλεις ν' απελπιέσαι (Passow) |
- poem γλήγορα, μου είπε, εσύ απορπίζεσαι, | κ' εύκολα παίρνεις και φοβάσαι (Skipis)
[fr postmed απελπίζω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG; form ἀπελπιέμαι fr MG απελπιούμαι]
- ① cause s.o. to lose hope, drive s.o. to despair (syn απογοητεύω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω):