Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελεύθερος ο [apeléfθeros] Ο20 θηλ. απελεύθερη [apeléfθeri] Ο32 : στην αρχαιότητα, ο δούλος που απέκτησε την ελευθερία του.
[λόγ. < αρχ. ἀπελεύθερος· λόγ. απελεύθερ(ος) -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- απελεύθερος, επίθ.· απελεύτερος· απολεύθερος.
-
- 1)
- α) (Ως ουσ.) δούλος που απέκτησε την ελευθερία του:
- (Aσσίζ. 45519)·
- β) ελεύθερος:
- (Eλλην. νόμ. 5422).
- α) (Ως ουσ.) δούλος που απέκτησε την ελευθερία του:
- 2) Aπαλλαγμένος από φόρους:
- την πόλιν εχαρίσατο τούτοις απελευθέραν, φόρους αυτούς … μη διδόναι (Bίος Aλ. 2912).
[αρχ. επίθ. απελεύθερος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελεύθερος1 [apeléfθeros] ο, (& απελεύτερος) (L)
- manumitted or emancipated slave, freedman:
- ο νέγκρος εξακολουθεί να έχει την ψυχολογία του βαθιά πληγωμένου απελεύθερου (Papanoutsos) |
- έφυγε ο κηδεμόνας, σκίστηκε το δουλοχάρτι· ήμουν τώρα λεύτερος, απελεύτερος (Kazantz) |
- poem .. αποφάσισε μια μέρα | να στείλει κάποιον απελεύθερο στο μαντείο (Ritsos)
[fr kath ο απελεύθερος ← AG ο ἀπελεύθερος; cf Lat noun libertinus]
- manumitted or emancipated slave, freedman:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελεύθερος2, -η, -ο [apeléfθeros] (& απελεύτερος) (L)
- freed fr slavery, manumitted, emancipated, enfranchised (syn απελευθερωμένος 1b, χειραφετημένος):
- απελεύτεροι ήταν οι γονιοί μου (Panagiotop) |
- οι δουλοπάροικοι ήταν συνήθως δούλοι απελεύθεροι γιατί ο χριστιανισμός δεν επέτρεπε πια τη δουλεία (Evelpidis) |
- σε 212 μουσουλμανικές οικογένειες 27 σημειώνονται ως απελεύθερες (Vacalop) |
- τους μέτοικους τους έκανες λεύτερους, τους δούλους απελεύθερους (Varnalis)
[fr kath απελεύθερος ← MG ← K (also pap), AG adj ἀπελεύθερος; cf Lat adj libertinus]
- freed fr slavery, manumitted, emancipated, enfranchised (syn απελευθερωμένος 1b, χειραφετημένος):