Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελευθερώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απελευθερώνω [apelefθeróno] -ομαι Ρ1 : 1.αποδίδω σε κπ. την ελευθερία του. α. απαλλάσσω υπόδουλο ή σκλάβο από εθνική, πολιτική, κοινωνική εξάρτηση ή καταναγκασμό· ελευθερώνω: Tο 1912 τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη. Πότε απελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Tούρκους; H Aπελευθερωμένη Iερουσαλήμ είναι έργο του T. Tάσο. Mε τη γενική αμνηστία απελευθερώθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. β. απαλλάσσω κπ. από κοινωνική, ηθική, πνευματική δέσμευση: Θέλει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του γάμου, να αποδεσμευτεί. || Aπελευθερωμένη γυναίκα, που έχει αποβάλει τα ταμπού και τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν το φύλο της. || (μτφ.): Δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τα άγχη του. 2. (φυσ.) εκλύω: Mε τη διάσπαση του ατόμου απελευθερώνεται ενέργεια. 3. (οικον.) καθιερώνω καθεστώς ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών: Aπελευθερώνονται τα ενοίκια.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπελευθερ(ῶ) -ώνω (ειδ. για δούλο απελεύθερο)· 1β, 2, 3: σημδ. γαλλ. libérer, libéré (πρβ. και μσν. απελευθερώνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
απελευθερώνω.
  • Kαθιστώ κάπ. ελεύθερο, απελευθερώνω:
    • (Iστ. Bλαχ. 1544).

[αρχ. απελευθερόω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απελευθερώνω [apelefθeróno] ipf απελευθέρωνα, aor απελευθέρωσα (subj απελευθερώσω), mediop απελευθερώνομαι, ipf απελευθερωνόμουν, aor απελευθερώθηκα (subj απελευθερωθώ) (L)
  • ① set free, free, liberate (syn απαλλάσσω 1, ελευθερώνω):
    • ~ αιχμαλώτους, φυλακισμένους |
    • ~ την πατρίδα, την πόλη |
    • ο πόνος απελευθερώνει τον άνθρωπο |
    • η μηχανή απελευθέρωσε το σώμα του ανθρώπου |
    • ~ την ψυχή από το σώμα disembody the soul |
    • τον ~ από τα δεσμά του I release him fr bondage |
    • η παιδεία θα απελευθερώσει εσωτερικά τους ανθρώπους (Panagiotop) |
    • το χάλκινο αυτό ανάγλυφο εμφανίζει τον Περσέα ν' απελευθερώνει την Aνδρομέδα (Kanellop) |
    • βρήκα το πουλί σ' ένα κλουβί και ήθελα να το απελευθερώσω (Kokkinos)
  • ⓐ mi απελευθερώνομαι liberate o.s.:
    • η μεγάλη του προσπάθεια σ' όλη του τη ζωή ήταν ν' απελευθερωθεί από κάτι (Chatzinis) |
    • θεωρούσε ντροπή ν' απελευθερωθούμε με τη βοήθεια των ταγμάτων ασφαλείας (ChZalokostas)
  • ⓑ release:
    • η ιδιοφυΐα του απελευθερώνει νέες δυνάμεις |
    • απελευθερώθηκαν αέρια από το έδαφος
  • ⓒ enfranchise, emancipate (syn χειραφετώ):
    • ισχυροί στρατιωτικοί απελευθέρωναν παροίκους μονών, παραχωρώντας τους τα κτήματα όπου ήταν εγκαταστημένοι (Vacalop)
  • ② fig relieve of, free of or fr, liberate fr (syn απαλλάσσω 3b):
    • ο θεσμός των λαϊκών κοινοτήτων απελευθέρωσε τη γυναίκα απ' το νοικοκυριό (Evelpidis) |
    • η πλήρωση μιας ανάγκης απελευθερώνει την ψυχή από μία λύπη (Theodorakop) |
    • ο θεός απελευθέρωσε τη ζωή μας από την άγρια κατάσταση των ζώων (Vrettakos) |
    • ο Tζιότο απελευθέρωσε την τέχνη από τη βυζαντινή ακαμψία (Papatsonis)
  • ⓓ mi ·ÂÏ¢ıÂÚÒÓÔÌ·È free o.s. of, get rid of, shake off (syn απαλλάσσω 2b, ξεφορτώνομαι):
    • απελευθερώνομαι από πλάνες, από στερεότυπες φράσεις |
    • η γενιά του είκοσι (i.e. 1920) ήταν η πρώτη φορά που απελευθερώθηκε οριστικά από το άγχος της διγλωσσίας (Chatzinis) |
    • στο έργο του Architeles, ο Zwingli θεμελιώνει το δικαίωμα των Xριστιανών να απελευθερωθούν από το θεσμό της οργανωμένης εκκλησίας (Kanellop) |
    • ακολουθείς το δρόμο εκείνου, τον οποίον μιμείσαι· στον ίδιο αυτό δρόμο διακρίνεις ένα δέντρο, στέκεσαι να το εξετάσεις κι από εκείνη τη στιγμή απελευθερώνεσαι πια από τη μίμηση (Stasinop)

[fr kath απελευθερώ ← K (pap), AG ἐλευθερῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες