Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελευθερωτικός -ή -ό [apelefθerotikós] Ε1 : που απελευθερώνει, που συντελεί στην απελευθέρωση: ~ αγώνας. Aπελευθερωτικό κίνημα. Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο.
[λόγ. < ελνστ. ἀπελευθερωτικός `που αναφέρεται στην απελευθέρωση δούλων΄ κατά τις σημερ. σημ. της λ. απελευθερώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελευθερωτικός, -ή, -ό [apelefθerotikós] (L)
- ① aimed at setting s.o. or sth free, liberating (syn απολυτρωτικός, ελευθερωτικός, ant υποδουλωτικός):
- ~ αγώνας, πόθος, πόλεμος |
- απελευθερωτική ενέργεια, ιδεολογία, οργάνωση, προσπάθεια, σταυροφορία |
- απελευθερωτικό ιδανικό, κίνημα, σχέδιο |
- ο ~ χαρακτήρας των βαλκανικών πολέμων |
- ο δεσμός αυτός είχε εξάψει τις πατριωτικές και απελευθερωτικές του ορμές (Petsalis) |
- αυτοί δε θέλουν να μας φτιάξουν απελευθερωτικό στρατό, μας θέλουν χωροφύλακες για την Eλλάδα (Tsirkas) |
- την εξουσία έχουν καταλάβει κομμουνιστικά κόμματα με εθνική απελευθερωτική προϊστορία (Peponis)
- ⓐ releasing fr incarceration or detention, discharging:
- ώσπου να βγει η απελευθερωτική απόφαση, οι Δανοί τον κλείσαν σε φρούριο (Nakou) |
- η καταπακτή της καμπίνας μας άνοιξε σαν απελευθερωτική πόρτα φυλακής (Ouranis)
- ② liberating fr restrictions or conventions, emancipating (ant δεσμευτικός, καταπιεστικός):
- ηδονικό και απελευθερωτικό συναίσθημα |
- η απουσία των ενδοιασμών συμβαίνει να έχει και απελευθερωτική σημασία (Panagiotop) |
- ξαναγυρίζει εκεί που βρισκόταν η έρευνα πριν από την απελευθερωτική για το πνεύμα ερμηνεία του Buschor (Karouzos) |
- ο Λούθηρος είπε τον απελευθερωτικό λόγο ότι ένας χριστιανός δεν μπορεί καλύτερα να υπηρετήσει το Θεό παρά με την πιστήν εκπλήρωση του χρέους (Theodorakop) |
- η καινούργια βάση θεώρησης αποτελεί απόκτημα απελευθερωτικό από πολλές προκαταλήψεις (Platis)
[fr kath απελευθερωτικός ← AG ἀπελευθερωτικός 'concerning manumission' (inscr)]
- ① aimed at setting s.o. or sth free, liberating (syn απολυτρωτικός, ελευθερωτικός, ant υποδουλωτικός):