Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [11 - 13] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελαυνόμενος, -η, -ο [apelavnómenos] (L)
- being deported or banished:
- κ' ενώ είχε την ελαστική του συνείδηση ήσυχη, κάτι τον έβαλε να φύγει σαν ~ κατάδικος (Papatsonis)
[fr kath απελαυνόμενος, prpp of απελαύνω]
- being deported or banished:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελαύνω [apelávno] -ομαι Ρ αόρ. απέλασα, απαρέμφ. απελάσει, παθ. αόρ. απελάθηκα, απαρέμφ. απελαθεί : αναγκάζω αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία βρίσκεται, επειδή κρίθηκε επικίνδυνος για την ασφάλειά της: Συνελήφθη για λαθρεμπόριο και απελάθηκε. Tον απελάσανε για πολιτικούς λόγους.
[λόγ. < αρχ. ἀπελαύνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελαύνω [apelávno] aor απέλασα (subj απελάσω), pass απελαύνομαι, aor απελάθηκα (subj απελαθώ), pf & plupf έχω-είχα απελαθεί (L)
- ① deport, expel:
- οι αρχές απέλασαν έξι ξένους δημοσιογράφους |
- ο πατέρας του απελάθηκε σαν Έλληνας υπήκοος από τις τουρκικές αρχές |
- αν ξαναδημιουργήσετε επεισόδια, θα σας απελάσουμε από τη Γαλλία (Karagatsis) |
- δύσκολες συνθήκες για τους ομογενείς που όταν δεν απελαύνονται φεύγουν μόνοι (Palaiologos)
- ② displace, banish, exile (syn εκτοπίζω, εξορίζω):
- αφήκε την οικογένειά του, που είχε απελαθεί από την Aθήνα στην Aίγινα (Kanellop) |
- μέθυσε στα καταγώγια όλης της Iταλίας και απελάθηκε από διάφορες πολιτείες (Theotokas)
[fr kath απελαύνω ← MG (6th c.), PatrG ← K (also pap), AG]
- ① deport, expel: