Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελατίκι [apelatíci] το,
- mace, club (syn ρόπαλο):
- poem με σιδερένιο τούς αντίμαχους τσακούσε ~ (Homer Il 7.141 Kaz-Kakr) |
- και με το καριοφίλι μου και με το ~ | την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι (Palam) |
- .. τρεις θεριόκορμοι αραπάδες | προβάλαν με χοντρά στα χέρια τους χαλκένια απελατίκια (Kazantz Od 5.819)
[fr postmed (Du Cange), MG απελατίκιον, -ίκιν, der of απελατικόν (sc ρόπαλον), this in turn der of απελάτης]
- mace, club (syn ρόπαλο):
[Λεξικό Κριαρά]
- απελατικιά η· ’πελατικιά.
-
- Xτύπημα με το «απελατίκι»:
- ’πελατικιάν τον έδωκεν απάνου εις το κεφάλιν (Aχιλλ. O 695).
[<ουσ. απελατίκι + κατάλ. ‑ιά]
- Xτύπημα με το «απελατίκι»:
[Λεξικό Κριαρά]
- απελατίκιν το· απελατίκιν· ’πελατίκι· ’πελατίκιν.
-
- 1) Pόπαλο, σιδερένιο ή ξύλινο, επενδυμένο με δέρμα, και ακιδωτό ή με ρόζους:
- (Βέλθ. 207)·
- τ’ απελατίκιν έσυρεν … κι ετίναξεν το χέριν του κι εκτύπησεν το κάστρο (Aχιλλ. L 902).
- 2) Pόπαλο ως σύμβολο αστυνομικού αξιώματος·
- (συνεκδ.) το ίδιο το αξίωμα:
- εδώκαν του το ’πελατίκιν (Bουστρ. 425).
- (συνεκδ.) το ίδιο το αξίωμα:
[<ουσ. *απελατικόν (ενν. ραβδίν, ρόπαλον), ουδ. του επιθ. απελατικός (πβ. ‑ή κορύνη, 12.-13. αι., LBG, λ. ‑ός) + κατάλ. ‑ι(ο)ν. Ο τ. ’πελατίκι (Meursius, λ. ‑ιον, Du Cange, ‑η) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ι). H λ. το 14. αι. (‑ιον, Steph., LBG) και στο Meursius]
- 1) Pόπαλο, σιδερένιο ή ξύλινο, επενδυμένο με δέρμα, και ακιδωτό ή με ρόζους: