Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απελέκητος, επίθ.
-
- Που δεν έχει πελεκηθεί, ακατέργαστος:
- λιθάρια απελέκητα (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 200r).
[μτγν. επίθ. απελέκητος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει πελεκηθεί, ακατέργαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελέκητος -η -ο [apelékitos] Ε5 : που δεν τον πελέκησαν, δεν τον επεξεργάστηκαν· ανεπεξέργαστος: Έβαλαν τα δοκάρια απελέκητα. Aπελέκητη πέτρα. ΠAΡ Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο, ο αμόρφωτος άνθρωπος είναι αγροίκος και άξεστος, όπως το ανεπεξέργαστο ξύλο.
[ελνστ. ἀπελέκητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελέκητος, -η, -ο [apelécitos]
- ① uncut, unhewn, unchiseled, rough (near-syn άξεστος2 1, ant πελεκημένος, πελεκητός):
- απελέκητη πέτρα |
- απελέκητο κούτσουρο, μάρμαρο |
- prov άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο |
- κρέμονταν κρέπια οι γυαλιστερές καπνιές από τ' απελέκητα αγκωνάρια της καμινάδας (Myriv) |
- το χελιδόνι έψαχνε να βρει δέντρο απελέκητο από τον πόλεμο (Terzakis) |
- τ' άλλα δύο επιθήματα μοιάζουν σαν να έμειναν απελέκητα (MChatzidakis)
- ② fig unpolished, unrefined, rough (syn χοντροκομμένος, ant ραφιναρισμένος):
- χοντρό απελέκητο πρόσωπο |
- απελέκητη στοργή |
- είχε μιαν απελέκητη παλληκαριά που δεν της ταίριαζαν τέτοια γυναικήσια καμώματα (Lountemis) |
- συγχυσμένες και χαωτικές κι απελέκητες εντυπώσεις είναι όλα όσα είχε αποκομίσει από το ταξίδι του (Thrylos) |
- και δι' αυτό γράφω απελέκητα γράμματα, όχι όμως να λείπει από αυτά η αλήθεια (Makryg) |
- ο M.N. ήταν ένας ξανθός παίδαρος, ίσιος κι ~ σαν κόκκινος κέδρος φρεσκοτσεκουρωμένος (Tsirkas)
- ⓐ fig uneducated, uncultivated, ignorant (syn αμόρφωτος2 2, άξεστος2 2, απαίδευτος2 1):
- απ' αυτουνούς τους απελέκητους ανθρώπους ακούς κάτι λόγια αρχαία, που σωθήκανε μονάχα στο στόμα τους (Kontoglou) |
- τι γράμματα γυρεύει ένα έθνος απελέκητο ακόμα, που τρομάζει με την τέχνη; (Psichari) |
- παράδες έκαμα, όμως χωριάτης ~ απόμεινα (Myriv)
[fr postmed (Somavera) απελέκητος ← K (Crantor, LXX)]
- ① uncut, unhewn, unchiseled, rough (near-syn άξεστος2 1, ant πελεκημένος, πελεκητός):