Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απελάτης ο [apelátis] Ο10 : άτακτος πολεμιστής, συνήθ. αραβικής καταγωγής, που δρούσε στα ανατολικά σύνορα του βυζαντινού κράτους.
[λόγ. < ελνστ. ἀπελάτης (< ἀπελαύνω) `που οδηγεί μακριά, κλέφτης αγελάδων΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- απελάτης ο.
-
- 1) Ζωοκλέφτης:
- (Bακτ. αρχιερ. 136).
- 2) Ληστής στα σύνορα του Βυζαντινού Κράτους:
- Ο θαυμαστός Βασίλειος … περί απελάτων ήκουσε ευγενικών …, ότι κρατούν στενώματα και ποιούν αντραγαθίας (Διγ. Esc. 624)·
- αρχιληστάς εφόνευσεν και όλους τους απελάτας (Διγ. Esc. 1614)·
- έκφρ. ο μέγας απελάτης = προκ. για τον άγιο Θεόδωρο, ως προστάτη των απελατών:
- (Διγ. Esc. 891).
- 3) Γενναίος πολεμιστής, παλληκάρι:
- (Bέλθ. 104)·
- ηπήρεν ο Αλέξανδρος το βιβλίον (ενν. του Όμηρος) …· και αυτού ηύρεν τους πολέμους γραμμένους των … μεγάλων απελάτων (Διήγ. Aλ. V 59).
[μτγν. ουσ. απελάτης· βλ. και LBG. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Ζωοκλέφτης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελάτης [apelátis] ο,
- ① hist member of band of irregulars roaming the borders of the Byzantine Empire:
- στο έπος του Διγενή ιστορούνται τα κατορθώματα του ήρωα, η σύγκρουσή του με τους απελάτες κλ (LPolitis) |
- poem .. απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Bουργάρων και Tούρκων (Elytis)
- ② fighter, warrior (syn πολεμιστής):
- poem μα τα χέρια τής κόβει (sc της Eιρήνης) ο ~, | και της δένει και χέρια και ποδάρια (Palam) |
- εδώ απελάτες χάνονται και σφάζονται κουρσάροι | για το φιλί της Mαξιμώς και για τ' ανάβλεμμά της (id.)
- ③ person armed w. a mace, club-bearer (syn ροπαλοφόρος):
- poem .. τ' άρματα στους ώμους του φορώντας, | του θείου τού Aρήθοου [= \Aρηϊθόοιο], που παράνομα του βγάλαν "ο ~" (Homer Il 7.138 Kaz-Kakr)
- ④ hunter (syn κυνηγός):
- poem να, τα φαριά φρουμάζουν, | τα κόρνα με στριγγές φωνές, | τους απελάτες κράζουν (Malakasis)
[fr MG απελάτης (5th-6th c.) ← K (Ptolemy, 2nd c. AD)]
- ① hist member of band of irregulars roaming the borders of the Byzantine Empire: