Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απειροστός -ή -ό [apirostós] Ε1 : 1.που έχει γίνει άπειρες φορές: Στο λέω για απειροστή φορά. || που είναι άπειρα μικρός. 2. (μαθημ., ως ουσ.) το απειροστό, συνάρτηση που τείνει στο μηδέν, όταν η μεταβλητή χ είναι σε κάποια ορισμένη τιμή που μπορεί να είναι και το άπειρο.
[λόγ. άπειρ(ος) -οστός κατά τα αριθμτ. τριακοστός, τεσσαρακοστός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειροστός, -ή, -ό [apirostós] (L)
- ① infinitesimally small, infinitesimal, tiny, minute (syn απειροελάχιστος):
- απειροστό αντικείμενο, μέρος, μόριο |
- εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με απειροστές ποσότητες (Mourelos) |
- σιγά σιγά διδάσκεται και η αφή τις απειροστές αποστάσεις που χωρίζουν ηδονή από ηδονή επάνω στην ύλη της ζωής (Tsatsos) |
- ο πλανήτης μας είναι ένα απειροστό μέρος μιας ασύλληπτης για τη γνώση απεραντοσύνης (Kanellop) |
- μέσα σε μια Eλλάδα υπάρχουν απειροστές· κάθε σωστός Έλληνας και μια Eλλάδα (Karantonis)
- ② ordinal num of an exceedingly large number, umpteenth, zillionth (syn μυριοστός):
- έκανε το ίδιο λάθος για απειροστή φορά
[fr kath (neol Koumanoudis) απειροστός ← άπειρος 'infinite'; cf AG μυριοστός, ὁλοστός (Hesych.), πολλοστός etc]
- ① infinitesimally small, infinitesimal, tiny, minute (syn απειροελάχιστος):