Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειροστημόριο [apirostimório] το, (L)
- infinitesimally small part, minute portion (syn απειροστό 2):
- ένα ~ αυτού του δηλητήριου αρκεί για να σκοτώσει άνθρωπο
[fr kath απειροστημόριον ← PatrG (Origenes, 3rd c. AD); cf πολλοστημόριον, ποστημόριον 'fraction']
- infinitesimally small part, minute portion (syn απειροστό 2):