Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειροπόλεμος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απειροπόλεμος, επίθ.
  • Που δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο:
    • πόλεις αρπάζων και πορθών τας απειροπολέμους (Bίος Aλ. 1715).

[μτγν. επίθ. απειροπόλεμος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειροπόλεμος -η -ο [apiropólemos] Ε5 : που δεν έχει πολεμική πείρα. ANT εμπειροπόλεμος: Aπειροπόλεμα στρατεύματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπειροπόλεμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροπόλεμος, -η, -ο [apiropólemos] (L)
  • inexperienced or untried in war (ant εμπειροπόλεμος):
    • με την πνοή του μεταμορφώνει τους απειροπόλεμους κατοίκους σε σκληρούς μαχητές (Vacalop)

[fr kath απειροπόλεμος ← MG (13th c.; cf Kriaras' Lex) ← K (2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες