Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειροκαλία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απειροκαλία [apirokalía] η, (L)
  • lack of a sense of beauty, want of taste, grossness, tastelessness (syn ακαλαισθησία, αφιλοκαλία, ant καλαισθησία, φιλοκαλία):
    • στη μορφή και το ύφος του βλέπει κανείς μιαν ~

[fr kath απειροκαλία ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες