Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειρία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειρία 1 η [apiría] Ο25 : η ιδιότητα του άπειρου 1, αφθονία: H ~ των περιπτώσεων.

[λόγ. < αρχ. ἀπειρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειρία 2 η : η ιδιότητα του άπειρου 2, η έλλειψη πείρας, γνώσης των πραγμάτων: Tην έπαθε από ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπειρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειρία1 [apiría] η, (L)
  • lack of experience, inexperience, inexpertness (syn phr έλλειψη πείρας, ant πείρα):
    • διπλωματική, καλλιτεχνική, νεανική, πολιτική ~ |
    • τα ελαττώματα, η χάρη της απειρίας |
    • κλινική ~ των γιατρών |
    • ~ της ζωής και της κοινωνίας |
    • ~ στη χρήση της δημοτικής |
    • εκμεταλλεύτηκε την ~ της κοπέλας |
    • με την ~ του ξόδευε άλλη φορά τα διπλά, τώρα θα ξόδευε τα μισά (Xenop) |
    • συνειδητοποίησε την ~ και την αδυναμία του ν' απεικονίσει τη ζωή και τα ήθη της Aθήνας (Sachinis) [fr kath απειρία ← AG àπειρία, der of ôπειρος 'inexperienced']. S. άπειρος1.
[Λεξικό Γεωργακά]
απειρία2 [apiría] η, (L)
  • ① infinite or immeasurable magnitude or quantity, infinity (syn άπειρο 1, απειρότητα 1):
    • υπάρχει ~ ενδιαμέσων καταστάσεων μεταξύ του δυνατού και του βέβαιου (Evelpidis) |
    • ο Aριστοτέλης δίδασκε την ύπαρξη απειρίας κόσμων στον ουρανό (ChZalokostas) |
    • ο νους αναλύει το κατά μέρος πράγμα σε ~ μορίων, ατόμων κλ (Theodorakop)
  • ② great number of, multitude (syn απειραντοσύνη 2c, αφθονία, πλήθος πληθώρα):
    • ~ κακών |
    • το βιβλίο περιέχει ~ λαθών |
    • αυτά τα καθημερινά έργα τροφοδοτούν ~ προμηθευτών, εργολάβων κλ (Papatsonis) |
    • μερικοί άνθρωποι ξενυχτάν ακόμα, σα λησμονημένοι μέσα σε ~ έρημων τραπεζιών (Ouranis) |
    • είναι μια εκπληκτική σύνθεση, καμωμένη από μιαν ~ ξυλογλύπτων μορφών (Theotokas)

[fr kath απειρία ← PatrG ← AG ἀπειρία, der of AG ἄπειρος 'infinite']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες