Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απειράριθμος -η -ο [apiráriθmos] Ε5 : για να δηλώσει τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό όμοιων πραγμάτων, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη μέτρηση ή τον υπολογισμό τους· αμέτρητος, αναρίθμητος: Aπειράριθμα ψάρια / μυρμήγκια. Aπειράριθμες εκδόσεις.
[λόγ. < μσν. απειράριθμος < απειρ(ο)- 1 + αριθμ(ός) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειράριθμος, -η, -ο [apiráriθmos] usu pl απειράριθμοι οι, (L)
- numerous, innumerable, countless, multitudinous (syn αναρίθμητος):
- απειράριθμοι πίνακες, πρόσφυγες |
- απειράριθμες απολαύσεις, απόψεις, εμπειρίες, περιπλοκές |
- απειράριθμες ερωτικές περιπέτειες |
- απειράριθμα βιβλία, δέντρα, θέματα, κατορθώματα, παραδείγματα |
- απειράριθμα νεφελώματα του σύμπαντος |
- μεταχειρίστηκε τις απειράριθμες γνώσεις που είχε αποταμιεύσει, για να πολεμήσει τη γνώση (Ouranis) |
- αυτά και άλλα παρόμοια έχουν απειράριθμες φορές και σε απειράριθμα κείμενα καταγραφεί (Panagiotop) |
- poem απειράριθμα ρόδα | νικούνε κατά κράτος όλους τους ορίζοντες (Spanias)
- ⓐ sg composed of innumerable parts, immeasurable, immense, enormous (syn άμετρος 1, άπειρος2 2b):
- το απειράριθμο εκκλησίασμα περιμένει να δει το φως |
- κ' έγινε ένας ~ γόος, ένας ακαταμέτρητος θρήνος η Έφεσος (Panagiotop) |
- η απειράριθμη ζωή μάς περιστοιχίζει και πάλι (Stasinop)
[fr kath (neol) απειράριθμος ← MG απειράριθμος]
- numerous, innumerable, countless, multitudinous (syn αναρίθμητος):