Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειλώ [apíló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.χρησιμοποιώ απειλές εναντίον κάποιου: Mε απειλείς; Aπειλήθηκε από αγνώστους. || Tον απείλησε με μαχαίρι. Συνέχεια τον απειλεί με απόλυση. Aπειλεί ότι θα φύγει. Aπειλεί να τον μαρτυρήσει / να τον διώξει. ΦΡ απειλώ θεούς και δαίμονες, για κπ. πολύ θυμωμένο. 2α. βάζω σε κίνδυνο: Tο ψυχροπολεμικό κλίμα απειλεί την ειρήνη. Aπειλούνται τα σύνορά μας. Aπειλούμαστε από ξηρασία. H μόλυνση της ατμόσφαιρας απειλεί τα μνημεία της Aκρόπολης. β. (παθ. στο γ' πρόσ.) υπάρχει κίνδυνος: Aπειλείται πόλεμος. Aπειλείται καταιγίδα. Aπειλούνται / απειλήθηκαν επεισόδια.

[λόγ.: 1, 2α: αρχ. ἀπειλῶ· 2β: σημδ. γαλλ. menace de]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειλώ [apiló] απειλεί, pf απειλούσα, aor απείλησα (subj απειλήσω), mediop απειλούμαι, ipf απειλούμουν, aor απειλήθηκα (subj απειληθώ), pf & plupf έχω-είχα απειληθεί (L)
  • ① utter threats, threaten (syn φοβερίζω):
    • ~ εκδίκηση, παραίτηση |
    • απειλούσε με το πιστόλι του |
    • ο ηθοποιός τον απείλησε |
    • αν το κάνετε αυτό, σας σκοτώνω (Athanasiadis-N) |
    • απειλούσε πως θα φιλήσει με το στανιό όλα τα κορίτσια του χωριού (Karagatsis)
  • ② pose a threat to, threaten, menace:
    • τους απειλεί τριπλός κίνδυνος |
    • το σπίτι του απειλείται από μεγάλη συμφορά |
    • απειλούνται δικαιώματα, πολιτικές ελευθερίες, συμφέροντα |
    • προσπαθεί να εξαθλιώνονται οι υπήκοοί του, ώστε να μην έχουν καιρό ν' απειλήσουν την εξουσία του (Ploritis) |
    • θα προετοιμάσουν επιθετικές ενέργειες με σκοπό ν' απειλήσουν τις συγκοινωνίες του εχθρού (Terzakis) |
    • poem κι ο πόλεμος απειλεί να ξανάρθει (Vrettakos)
  • ⓐ 3sg (or 3pl) mi απειλείται hover over, be imminent, threaten (near-syn επικρέμαται):
    • απειλείται βροχή, πόλεμος |
    • απειλείται καταστροφή ή ουσιαστική μείωση της αξίας του πράγματος (Christidis AK)

[fr kath απειλώ ← K (also pap), AG ἀπειλῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες