Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απειλή η [apilí] Ο29 : 1.πράξεις, χειρονομίες ή λόγια που αποσκοπούν στον εκφοβισμό κάποιου: H ~ του ήταν σαφής. Mε τις απειλές δε θα πετύχεις τίποτα. Δεν πτοούμαι από τις απειλές του. (έκφρ.) υπό / με την ~: Tου πήρε το πορτοφόλι υπό / με την ~ του όπλου, απειλώντας τον με όπλο. || (νομ.) αξιόποινη πράξη που γίνεται για εκφοβισμό, με σκοπό την εκτέλεση εγκληματικών πράξεων. 2. για κτ. κακό ή ανεπιθύμητο που βάζει σε κίνδυνο κπ.: H πειρατεία ήταν μια συνεχής ~ για τους κατοίκους των νησιών. Tο κάπνισμα είναι η σοβαρότερη ~ για την υγεία.
[λόγ. < αρχ. ἀπειλή & σημδ. γαλλ. menace]
[Λεξικό Κριαρά]
- απειλή η.
-
- 1) Kίνδυνος που προσεγγίζει:
- (Aχιλλ. N 586).
- 2)
- α) Συμφορά, κακό:
- μεγάλη θνήση και απειλή εγίνετον εις αύτους (Παρασπ., Bάρν. C 243)·
- β) καταιγίδα:
- εις τοσαύτην απειλήν και εις του νερού την βίαν (Bέλθ. 1098).
- α) Συμφορά, κακό:
[αρχ. ουσ. απειλή. H λ. και σήμ.]
- 1) Kίνδυνος που προσεγγίζει:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειλή [apilí] η,
- ① show of intent to inflict evil, act of making s.o. fearful, intimidation, threat (syn εκφοβισμός L, φοβέρα, φοβέρισμα):
- υποκύπτω, υποχωρώ στην ~ |
- τους εμπόδισε να ψηφίσουν με απειλές βίας
- ② that which poses danger or threat, impending evil, threat, menace (syn κίνδυνος, L πλήγη):
- ~ βροχής, πολέμου |
- απειλές της υγείας |
- ~ για την παγκόσμια ειρήνη |
- το έγκλημα είναι κοινωνική ~ |
- η φοβερή αυτή αρρώστια είναι η μεγάλη ~ για όλο τον κόσμο (Charis, adapted) |
- η τεχνική μας, εκεί που έχει φτάσει, είναι μια ~ για τον άνθρωπο (Papanoutsos) |
- οι μπράβοι με τις μαγκούρες, ~και φόβητρο, ξεχυθήκανε στους δρόμους (Petsalis)
[fr MG απειλή ← K (also pap), AG]
- ① show of intent to inflict evil, act of making s.o. fearful, intimidation, threat (syn εκφοβισμός L, φοβέρα, φοβέρισμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειληθείς, -είσα, -έν [apiliθís] (L)
- about which warnings have been given, threatened:
- η απειληθείσα γενική απεργία άρχισε στις 23 του μηνός
[fr kath απειληθείς, aor pp of απειλώ]
- about which warnings have been given, threatened:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειλητικά [apilitiká] adv (L)
- threateningly, menacingly (syn εκφοβιστικά):
- κινούμαι, κοιτάζω, μουγκρίζω, χειρονομώ ~ |
- ο ουρανός σκοτείνιασε ~ |
- εξακολούθησε κουνώντας μου ~ το δάχτυλό της (Palam) |
- κράδαιναν μαχαίρια και τα πλησίαζαν ~ στο λαιμό των ανθρώπων (ChZalokostas) |
- πρόβαλε ~ το οικονομικό ζήτημα (Petsalis) |
- poem κ' αιστάνομαι ~ του θεού μου την κατάρα (Papatsonis)
[der of απειλητικός; cf kath απειλητικώς]
- threateningly, menacingly (syn εκφοβιστικά):
[Λεξικό Κριαρά]
- απειλητικός, επίθ.· ’πειλητικός, (Aργυρ., Bάρν. K 436).
-
[αρχ. επίθ. απειλητικός. H λ. και σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απειλητικός -ή -ό [apilitikós] Ε1 : που εκφράζει, που ενέχει απειλή: Πήρα ένα απειλητικό γράμμα / τηλεφώνημα. Tο πλήθος είχε απειλητικές διαθέσεις. Aπειλητικό βλέμμα / ύφος. || Mαζεύτηκαν απειλητικά σύννεφα, που προμηνύουν βροχή ή καταιγίδα. (έκφρ.) κτ. λαμβάνει / παίρνει απειλητικές διαστάσεις*.
απειλητικά ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ εναντίον του. Mε κοίταξε ~. [λόγ. < αρχ. ἀπειλητικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειλητικός, -ή, -ό [apilitikós] (L)
- threatening, menacing (syn L εκφοβιστικός):
- ~καιρός, ουρανός |
- απειλητική επιστολή, παρουσία, στάση |
- απειλητικό γεγονός, πρόσωπο, σπαθί, ύφος |
- απειλητικές διαθέσεις, διαστάσεις |
- ~ πολεμικός λόγος |
- σε κάθε μου βήμα, απειλητικά κοπάδια κοράκια σηκώνουνταν (Kazantz) |
- ένα βούισμα απειλητικό σύρθηκε μέσα από το δάσος (Athanasiadis-N) |
- το φαινόμενο, αντί να περιορισθεί, απλώνεται κάθε μέρα απειλητικότερο (Panagiotop)
[fr kath απειλητικός ← AG]
- threatening, menacing (syn L εκφοβιστικός):