Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεικόνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απεικόνισμα [apikónizma] το, (L)
  • ① representation, depiction (syn απεικόνιση 1, παράσταση):
    • το ~ του θείου κάλλους από τον άνθρωπο δεν πρέπει να γίνεται αστόχαστα, βεβιασμένα (Papatsonis)
  • ② image picture (syn in απεικόνιση 2):
    • πίστεψαν πως ο Όμηρος περιγράφει εδώ μια πραγματική ασπίδα, παρεξηγώντας μάλιστα τ' απεικονίσματά της (Kakridis)
  • ⓐ reflection, image (syn απείκασμα 1):
    • τα αισθητά είναι πάντοτε ατελή απεικονίσματα των νοητών (Theodorakop)

[fr kath απεικόνισμα ← MG (7th c.), PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες