Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεικονίζω [apikonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.με εικαστικά μέσα, με τη γλυπτική ή με τη ζωγραφική, περιγράφω με ακρίβεια κτ. όπως συμβαίνει ή υπάρχει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή: Tι απεικονίζει αυτός ο πίνακας; Ο καλλιτέχνης θέλησε να απεικονίσει πιστά τη σκηνή της μάχης. || Ο κινηματογράφος, ως τέχνη, προσπαθεί συνήθως να απεικονίσει την πραγματικότητα. || Στις περιγραφές των περιηγητών απεικονίζεται η καθημερινή ζωή των Ελλήνων στην Tουρκοκρατία. 2. (μτφ.) εκφράζω κτ. με τρόπο παραστατικό: H συμπεριφορά της απεικονίζει καθαρά τις βαθύτερες σκέψεις της.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεικονίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απεικονίζω.
-
- Συλλαμβάνω με το νου, μελετώ:
- την πάσαν παρασκευήν απεικόνιζε διά της νυκτός και το πρωί κελεύων εγένετο (Δούκ. 31327).
[μτγν. απεικονίζω. H λ. και σήμ.]
- Συλλαμβάνω με το νου, μελετώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεικονίζω [apikonízo] ipf απεικόνιζα, aor απεικόνισα (subj απεικονίσω), pass απεικονίζομαι, ipf απεικονιζόμουν, aor απεικονίστηκα (subj απεικονιστώ), pf & plupf έχω-είχα απεικονιστεί, είμαι-ήμουν απεικονισμένος (L)
- ① represent in an artistic manner, depict, portray (syn εικονίζω, εμφανίζω):
- ο ζωγράφος απεικονίζει μισόγυμνες γυναίκες |
- ο κινηματογράφος απεικονίζει τη ζωή |
- οι τοιχογραφίες απεικονίζουν παλάτια |
- ένα ψηφιδωτό απεικονίζει τον Xριστό |
- απάνω στο φέρετρο ήταν απεικονισμένος με σμάλτο ο Φαραώ (Ouranis) |
- στην αριστερή γωνία του διάχωρου απεικονίζεται ένας που μοιάζει πληγωμένος (Christidis)
- ⓐ to present in illustrations or drawings, illustrate:
- ήταν απαραίτητο να απεικονίσουμε με σχέδια και εικόνες τον τρόπο με τον οποίο παίζεται το παιχνίδι (Tsiantas) |
- η εξέλιξη της κυκλοφορίας του τιμαρίθμου απεικονίζεται στον πίνακα της προηγούμενης σελίδος (Angelop) |
- κομμάτια από αγάλματα έχουν συγκεντρωθεί, απεικονιστεί και υπομνηματιστεί (Karouzou)
- ② represent, reflect, render (syn αναπαριστάνω, απεικάζω 2):
- με την ομιλία μεταδίδεται από τον ένα στον άλλο ό,τι απεικονίζεται στο μυαλό τους (Geros) |
- με την τεχνητή γλώσσα προσπαθούμε να απεικονίσομε τον μηχανισμό της σκέψεως (Vasileiou) |
- η τελευταία γενεά των ποιητών παίρνει για οδηγητικό της σύνθημα τα σύμβολα που απεικονίζουν την πραγματικότητα (Georgoulis)
- ⓑ present verbally, describe (syn παρουσιάζω, περιγράφω):
- ~ την ατμόσφαιρα της εποχής, την κοινωνία, ένα ταξίδι |
- την εργατική ζωή του Πειραιά θέλησε ν' απεικονίσει στους πρώτους του στίχους (Peranthis) |
- δεν είναι ένα καταθλιπτικό βιβλίο, μολονότι απεικονίζει μια τραγωδία (Chatzinis) |
- ο συγγραφέας αυτός απεικόνισε τους τόπους όπου ταξίδεψε με το μέσο του στοχασμού (Sachinis) |
- μας απεικόνισε τα βήματα της πορείας του από την αμφιβολία προς τη βεβαιότητα (Lambridi)
[fr kath απεικονίζω ← MG (14th-15th c.), PatrG ← K, AG]
- ① represent in an artistic manner, depict, portray (syn εικονίζω, εμφανίζω):