Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειθαρχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειθαρχία η [apiθarxía] Ο25 : η έλλειψη πειθαρχίας, η ανυπακοή σε κάποια διαταγή: Στο στρατό η ~ τιμωρείται αυστηρά.

[λόγ. < αρχ. ἀπειθαρχία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειθαρχία [apiθarçía] η, (L)
  • ① indiscipline, disorderliness (syn αναρχία 1, απειθάρχητο):
    • πνευματική ~ |
    • ~ στη σκηνογραφία |
    • τα χαρακτηριστικά της ανεπιστημοσύνης είναι η ασυμφωνία, η αταξία, η ~ (Papanoutsos) |
    • ένα φαρμάκι έσταζε από την πρώτη μέρα |
    • η φιλοδοξία και η φιλοπρωτία και ο φθόνος και η ασυλλόγιστη ~ (Petsalis)
  • ② insubordination, disobedience, mutiny (syn ανυπακοή 1):
    • κρούσματα απειθαρχίας |
    • ~ ναυτικών |
    • ~ στην πρώτη γραμμή τιμωρείται με θάνατο |
    • κατηγορήθηκε γι' ~ |
    • δεν έπρεπε να παρακινούνται οι φαντάροι σε αυθάδειες και απειθαρχίες (Tsirkas)
  • ③ unruliness, recalcitrance (syn ανυπακοή 3):
    • με την ασυγκράτητη ~ του πάθους σου πας να αποβάλεις την ελληνική σκέψη (Tsatsos, adapted) |
    • παραμένουν πάντα τυφλοί εμπρός στην ~ και τα όργια των κομμουνιστών (ChZalokostas)

[fr kath απειθαρχία ← K (2nd-3rd c. AD), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες