Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απειθάρχητος -η -ο [apiθárxitos] Ε5 : που δεν του έχουν επιβάλει ή που δεν μπορούν να του επιβάλουν πειθαρχία. ANT πειθαρχημένος: ~ στρατιώτης. || Aπειθάρχητο μυαλό, που δεν υποτάσσεται στους κανόνες της κοινής λογικής.
[λόγ. α- 1 πειθαρχη- (πειθαρχώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειθάρχητος, -η, -ο [apiθárçitos] (L)
- ① lacking discipline, undisciplined, disorderly (syn απείθαρχος2 1, άταχτος):
- απειθάρχητοι ηθοποιοί, πολεμιστές |
- τ' απειθάρχητα και τυφλά κινήματα του πλήθους |
- η αναρχία των απειθάρχητων γενιτσαρικών ταγμάτων εμποδίζει κάθε απόπειρα για στρατιωτική αναδιοργάνωση (Vranousis) |
- απειθάρχητo και ασύντακτο κοπάδι ψαριών, δεν μπορεί να εννοηθεί (Potamianos)
- ⓐ not subject to discipline or rules, not organized, unorganized, unsystematic (near-syn άναρχος 2b, ανοργάνωτος 1, απείθαρχος2 1b):
- η απειθάρχητη γλώσσα του λαού |
- το αίτημα της αυστηρής επιστημονικής ανάλυσης τείνει ν' αντικαταστήσει τις απειθάρχητες διαισθήσεις της παραδοσιακής κριτικής (Dizikirikis) |
- ο ιδεολογικός πρωτεϊσμός είναι απειθάρχητη περιπλάνηση ανάμεσα από τους κήπους των ιδεών (Chourmouzios) |
- αφήκαν τον παιχνιδιάρικο και απειθάρχητο υποκειμενισμό τους να αρνηθεί τους κλασικούς κανόνες (Kanelop)
- ② unsubmissive, insubordinate, not obedient (syn ανυπότακτος2 1, απείθαρχος2 2, απειθής2):
- βάρβαρο, απειθάρχητο νησί |
- απειθάρχητη ψυχική ελευθερία |
- βιβλία απειθάρχητα στους κανόνες που γνωρίζαμε |
- η φυσική θέληση του ανθρώπου είναι απαρχής απειθάρχητη προς το γενικό (Theodorakop) |
- o ~ ποιητικός στοχασμός γύρευε μια πιο ελεύθερη φόρμα (Chatzinis, adapted)
- ⓑ unruly, intractable, disobedient (near-syn ανυπάκουος2 1b, απείθαρχος2 2b):
- τα παιδιά αδιάφορα, ατίθασα και απειθάρχητα, ούτε που τον υπολόγισαν (KMitropoulou) |
- καλός μαθητής φαινόταν, μόνον λίγο ζωηρός, καβγατζής, ~ (Karagatsis)
- ③ unmanageable, ungovernable, uncontrollable (syn ακράτητος 1, απείθαρχος2 3, ασυγκράτητος):
- ~ δυναμισμός, απειθάρχητο πάθος |
- κράταγε σε ισορροπία δυνάμεις αντίθετες κι απειθάρχητες (Charis) |
- η απειθάρχητη φούρια του τον παρέσυρε τόσο ώστε να κατακομματιάσει με τα δυο του χέρια το πουκάμισό του (Thrylos)
- ⓒ which cannot be subdued, untamed (syn αδάμαστος 2, ανυπότακτος2 2):
- η απειθάρχητη διάνοια του ανθρώπου έφκιαξε έναν κόσμο φανταστικό (Theodoridis) |
- ο ταχυδρόμος μοχθούσε να γεφυρώσει τα βουνά, να περάσει απειθάρχητα ποτάμια (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) απειθάρχητος, cpd w. *πειθαρχητός (: πειθαρχώ)]
- ① lacking discipline, undisciplined, disorderly (syn απείθαρχος2 1, άταχτος):