Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεγνωσμένος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεγνωσμένος -η -ο [apeγnozménos] Ε3 : για ενέργεια που γίνεται, συνήθ. χωρίς ελπίδα επιτυχίας, από κπ. που βρίσκεται σε απόγνωση: Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες. ~ αγώνας. H αντίστασή τους ήταν απεγνωσμένη. απεγνωσμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεγνωσμένος μππ. του αρχ. ἀπογιγνώσκω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεγνωσμένος1 [apeγnozménos] ο, (L)
  • a desperate man (syn ανέλπιδος1, απελπισμένος1):
    • στα Tελευταία σχεδιάσματα ο Oυράνης δείχνεται ένας ~ (Spandonidis) |
    • poem έστω και μια φορά, είπατε να κρατήσετε | ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους; (Christianop)

[substantiv. m of απεγνωσμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεγνωσμένος2, -η, -ο [apeγnozménos] (& απογνωσμένος) (L)
  • ① desperate, undaunted:
    • ~ αγώνας |
    • απεγνωσμένη άμυνα, αντίσταση, επίθεση, πάλη |
    • απεγνωσμένη έξοδος πολιορκημένων |
    • καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες |
    • παίρνει το επεισόδιο τούτο τον τύπο μιας αρχαίας τραγωδίας, μιας απεγνωσμένης σύγκρουσης με τη μοίρα (Tsatsos) |
    • τον μύθο του Λαζάρου τον διαμόρφωσε η ασίγαστη, η απεγνωσμένη επιθυμία της αθανασίας (Thrylos)
  • ⓐ offering no hope, hopeless, desperate (syn απέλπιδος 2, απελπισμένος2 2):
    • απεγνωσμένο σχέδιο, τόλμημα |
    • απεγνωσμένες διαμαρτυρίες των εργάτων |
    • υπάρχει κάτι το απεγνωσμένο, όσο και αποφασιστικό, σ' αυτά τα μέτρα (Chatzinis) |
    • η τέχνη που απευθύνεται μόνο σε τρεις ανθρώπους είναι μια παθολογική κατάσταση και διάβημα απεγνωσμένο (Dizikirikis) |
    • επωφελήθηκε από την απεγνωσμένη χειρονομία του αντιπάλου του για να τον εξευτελίσει (Roussos, adapted)
  • ② agonized, anxious (syn αγωνιώδης 1):
    • απεγνωσμένες εκκλήσεις, κινήσεις, φωνές |
    • κάθε δέκα λεπτά ακούγεται το απεγνωσμένο σφύριγμα του βαποριού μας (Athanasiadis-N) |
    • poem σώσε την τελευταία ώρα τούτου του ανθρώπου, | την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη (Diktaios)
  • ⓑ heart-broken, low-spirited, despondent (syn καταθλιμμένος, καταπτοημένος):
    • απογνωσμένος ποιητής |
    • στενάζει ~ |
    • ~ έρωτας, πόνος |
    • το αγόρι έκανε με το χέρι του ένα κίνημα απεγνωσμένης βαριεστημάρας (Nakou) |
    • η κοιλάδα του Iωσαφάτ είναι μια άβυσσος τραγική κι απεγνωσμένη (Athanasiadis-N) |
    • poem στους μουχλιασμένους τοίχους βούλιαζε το βλέμμα μου | σ' απεγνωσμένους αποχαιρετισμούς (Patrikios)
  • ⓒ urgently or desperately needed (near-syn αναγκαίος2 1):
    • ζητούν απεγνωσμένη βοήθεια
  • ③ frantic, feverish, wild (near-syn μανιασμένος):
    • προσπαθούσαν ν' αντιδράσουν με την απεγνωσμένη λύσσα όλων των φανατικών (Melas) |
    • αντιμετώπισε ξαφνικά των έρωτα σαν ένα παράλογο και απεγνωσμένο μεθύσι (Petsalis) |
    • λικνίζονταν μέσα σ' ένα δίχτυ τρυφερότητας, απεγνωσμένης (Tsirkas)

[fr kath απεγνωσμένος ← PatrG (4th c. AD) ← K (2nd c. BC); cf MG (Chron. Mor) απεγνωσμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες