Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεγνωσμένα [apeγnozména] adv (&
- Panagiotop απογνωσμένα) (L)
- ① desperately (syn phr με απόγνωση):
- αγωνίζομαι, μάχομαι, παλεύω, προσπαθώ ~ |
- οχτακόσιες κοπέλες ήθελαν ~ αυτό το ρόλο |
- εργάστηκαν ~ για να σταματήσουν τον πόλεμο |
- λίγες ομάδες αντιστέκονται ~ σε συνδυασμένες επιθέσεις κομμουνιστών (ChZalokostas) |
- ~, πεισματάρικα, απόκρυβε τον παιδεμό που κυκλοδρομούσε μέσα του (Foteinos) |
- σπρώχναμε ~ τη θάλασσα κατά τη πρύμη με τ' αδύναμα μπράτσα μας (Zappas, adapted)
- ⓐ despairingly, despondently (syn απέλπιδα, απελπισμένα):
- τα ουρλιάσματα του μεγαφώνου είναι η σπαρακτική κραυγή της ελληνικής νεότητας που σκούζει ~ για ν' ακουστεί (Psathas) |
- "θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;" κραύγασε στερνά ~ (Thrylos)
- ② agonizingly, anxiously (syn in αγωνιωδώς):
- κυνήγησαν τους κακοποιούς καλώντας ~ με φωνές την αστυνομία |
- ζητάμε ~ τρόπους για να ξεφύγουμε από την καθημερινή ζωή μας |
- όταν βρίσκεται μακριά της, την καλεί κοντά του ~ (Chatzinis) |
- ο άνθρωπος δαγκάνει ~ την ελπίδα (Spandonidis) |
- αναζητούμε ~ το στέρεο έδαφος, το αντιστύλι (Panagiotop)
- ⓑ urgently, compellingly (near-syn αναγκαστικά, απαραίτητα 2):
- χρειάζεται ~ στρατιωτική βοήθεια
- ③ frantically, wildly, feverishly (near-syn μανιασμένα):
- τα τηλέφωνα του γραφείου του κτυπούσαν ~ |
- οι αγωγιάτες ξυλοκοπούσαν ~ τα γαϊδουράκια (Melas) |
- όλη η παρδαλή μάζα κινείται ~, βγάζει άναρθρες κραυγές κλ (Chatzinis) |
- πήγαιναν κ' έρχονταν τραγουδώντας εθνικά άσματα και ζητωκραυγάζωντας ~ (Koufop)
[der of απεγνωσμένος; cf kath απεγνωσμένως]