Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεγκλωβισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεγκλωβισμός ο [apeŋglovizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεγκλωβίζω.

[λόγ. απεγκλωβισ- (απεγκλωβίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες