Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεγκλωβίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεγκλωβίζω [apeŋglovízo] -ομαι Ρ2.1 : ελευθερώνω κπ. που είχε εγκλωβιστεί: Aπεγκλωβίστηκαν από το ασανσέρ / από τα ερείπια.

[λόγ. απ(ο)- εγκλωβίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες