Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απείραχτος -η -ο [apíraxtos] Ε5 : που δεν τον έχουν πειράξει. 1α. που δεν τον άγγιξαν, που τον άφησαν άθικτο, ανέπαφο: Άφησε το φαΐ του απείραχτο, δεν έφαγε καθόλου. || για κλοπή: Bρήκαν τα κοσμήματα απείραχτα, δεν είχε κλαπεί κανένα. β. που δεν του προξένησαν βλάβη: Ο δάκος δεν άφησε ελιά για ελιά απείραχτη. 2. για κπ. που δεν τον ενόχλησαν με έργα ή με λόγια, συνήθ. για αστεϊσμούς ή ερωτικά πειράγματα: Δεν αφήνει άνθρωπο απείραχτο, χωρίς να του κάνει διάφορα αστεία, πολλές φορές ενοχλητικά.
[μσν. απείραχτος < α- 1 πειρακ- (πειράζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απείραχτος, -η, -ο [apíraxtos] (L απείρακτος, D & lit απείραγος)
- ① untouched, undisturbed (syn άθικτος 1, ανέγγιχτος 1, ανενόχλητος):
- απείραχτο νερό |
- το πρωί το κρεβάτι του ήταν απείραχτο |
- άνθρωποι απείραχτοι από θάνατο |
- εγκέφαλος ~ από το αλκοόλ |
- τα ερείπια στέκουν απείραχτα |
- ο τάφος βρέθηκε ~ |
- η εκκλησία έμεινε απείραχτη από τους εχθρούς |
- οι κλέφτες άφησαν τα ασημικά απείραχτα |
- κοίταζα τα ανοιχτά βιβλία πάνω στο γραφείο μου, από μέρες απείραχτα (Karavias) |
- να γράφουμε κάθε μελέτη στη δημοτική, αφήνοντας τους καθιερωμένους όρους απείραχτους (Sifalakis) |
- το μωρό κοιμόταν ήσυχο, απείραχτο (ATarsouli) |
- ήταν απείραχτη γαλήνη |
- poem απείραχτοι από το σπαθί, δεν τρέμουν το κοντάρι (Palam) |
- .. πέτρα στην πέτρα | δε μένει απείραχτη (Rotas)
- ⓐ unaffected, unifluenced (syn άθικτος 2):
- είχε ξεκινήσει ~ από την επίδραση της στιχουργικής μας παράδοσης (Karantonis) |
- το μυαλό σου είναι απείραχτο από τις περιπλοκές του κόσμου (Vasilikos) |
- poem φεύγεις τον κόσμο απείραχτη | από καημούς και πάθη (Markoras)
- ⓑ inviolable, untouchable:
- συλλογίστηκαν να ρίξουν κάτω διάφορα είδωλα, που τα είχαν πριν για απείραχτα και αλάθητα, π.χ. πολλή εκκλησία, πολλά εικονίσματα, πολλές νηστείες (IDragoumis)
- ② untouched, undamaged, integral, intact (syn αβλαβής 1, ακέραιος 1, ανέγγιχτος 1b):
- απείραχτη πρόσοψη, απείραχτο βιος |
- άφησε το φαΐ του απείραχτο |
- το δόλωμα (στο αγκίστρι) ήταν απείραχτο |
- η πόλη έμεινε σχεδόν απείραχτη από την καταιγίδα |
- οι σφραγίδες της διαθήκης είναι απείραχτες |
- ήταν απόλυτη ανάγκη να μένει τουλάχιστο απείρακτο το κεφάλαιο (Xenop) |
- το μνημείο σαν σύνολο δεν διατηρήθηκε απείραχτο (Karouzos) |
- η κατατομή της πλευράς που είχε μείνει απείραγη φανέρωνε υπολείμματα της ομορφιάς της (Terzakis)
- ⓒ fig intact, unblemished, pure (syn άθικτος 3, ανέπαφος 1b):
- ~ χαρακτήρας, απείραχτη ψυχή |
- η πειθαρχία έμεινε απείραχτη |
- απείραχτη ατομική ελευθερία, προσωπική υπερηφάνεια |
- απείραχτα ιδανικά |
- τα έθιμα του νησιού διατηρούνται εδώ απείραχτα εντελώς (Varelas) |
- ο σκοπός του είναι ένας |
- να κρατήσει απείραχτη την αρχαία ορθοδοξία (Panagiotop)
- ⓓ unmolested, unhurt (syn άβλαβος 1, σώος):
- απείραχτη παρθενιά |
- οι πρόσφυγες περνούσαν απείραχτοι από τους λεγεωναρίους (Roufos) |
- χριστιανοί γαιοκτήμονες, που δήλωσαν υποταγή, έμειναν απείραχτοι (Vacalop) |
- με κατηγορεί ότι κρατώ κοντά μου ζωντανό κι απείρακτο ένα δολοφόνο (Roussos) |
- poem κι όλο από μέσα μας μιαν ευχή βγαίνει |
- | να ζούμε απείραχτοι κι αναπαμένοι (Palam)
- ③ taking no offence, not easily insulted (ant L ευαίσθητος, εύθικτος):
- της έκοψαν την καλημέρα, δεν της έδιναν προσάναμμα για το φούρνο .. · αυτή έκανε πως δεν τα βλέπει, απείραγη ήταν και καλόκαρδη (Myriv)
- ④ harmless, innocuous, inoffensive (syn αβλαβής 2):
- απείραχτα βοτάνια, πουλιά |
- όλοι τον αγαπούσαν, ήταν άκακο αρνί, απείραγος, πονόψυχος άνθρωπος (Chatzigiannis) |
- poem τέλος αγέρα πρίμο, απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει (Homer Od 5.268 Kaz-Kakr)
[fr MG (Kriaras' Lex) απείρακτος, cpd w. *πειρακτός (: πειράζω), whence kath πειρακτικός]
- ① untouched, undisturbed (syn άθικτος 1, ανέγγιχτος 1, ανενόχλητος):