Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απείθαρχος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απείθαρχος -η -ο [apíθarxos] Ε5 : που συνήθ. απειθαρχεί. ANT πειθαρχικός: ~ χαρακτήρας. Aπείθαρχο πλάσμα.

[λόγ. απειθαρχ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απείθαρχος1 [apíθarxos] ο, (L)
  • disobedient or insubordinate person, rebel (syn ανυπάκουος1, ανυπότακτος1, απειθής1):
    • απαγορεύει στον απείθαρχο να προσέλθει στην εκκλησία (Vacalop, adapted) |
    • απάνω τους· χτυπάτε τους απείθαρχους· ξύλο στους άτακτους (Palaiologos)

[substantiv. m of απείθαρχος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απείθαρχος2, -η, -ο [apíθarxos] (L)
  • ① undisciplined, disorderly (syn απειθάρχητος 1):
    • ~ λαός, πολεμιστής |
    • απείθαρχες ορδές, απείθαρχα πλήθη |
    • οι ενοχλήσεις προέρχονται από τους απείθαρχους επαναστατικούς φρουρούς |
    • οι ξένοι μάς θεωρούν σαν ένα σύνολο απείθαρχο (Palaiologos)
  • ⓐ unsystematic (syn απειθάρχητος 1b):
    • έχει κουρασθεί από τις απείθαρχες οδοιπορίες του (Kanellop) |
    • η αισθητική επιβολή εξατμίζεται σε μιαν απείθαρχη και αυτοσχεδιαστική προτίμηση (Chourmouzios)
  • ② insubordinate (syn απειθάρχητος 2):
    • απείθαρχοι αποστάτες |
    • ~ στο κυβερνητικό κόμμα, στο νόμο |
    • διαβιβάζει τις διαταγές του γενικού αρχηγού στους απείθαρχους τοπάρχες (Vranousis)
  • ⓑ unruly, disobedient (syn απειθάρχητος 2b):
    • απείθαρχα παιδιά |
    • απείθαρχοι και φιλόδοξοι ιερείς |
    • αρνούνται να δεχθούν διαταγές, είναι απείθαρχοι |
    • ο στρατηγός προσπαθούσε να προσεταιρισθεί τις απείθαρχες λεγεώνες (Roussos) |
    • η περίεργη αυτή ξένη αναστατώνει τον τόπο με τον απείθαρχο χαρακτήρα της (Chatzinis)
  • ③ uncontrollable (syn απειθάρχητος 3):
    • απείθαρχη φαντασία |
    • έντονες και απείθαρχες αντιφάσεις |
    • η βούληση αβοήθητη είναι δύναμη τυφλή και απείθαρχη (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απείθαρχος, cpd w. AG (Aeschyl.) πείθαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες