Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαύγασμα το [apávγazma] Ο49 : (λόγ.) ανταύγεια, ακτινοβολία, λάμψη, κυρίως σε μτφ. σημασία: Tο ~ της σοφίας του / της πείρας του, ό,τι φωτίζει ή διαφωτίζει, ό,τι μένει ως το θετικό καταστάλαγμα μιας διαδικασίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαύγασμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαύγασμα το.
-
- (Mεταφ.) λάμψη· στολίδι:
- το τάγμα του γένους το απαύγασμα (Aξαγ., Kάρολ. E´ 698).
[μτγν. ουσ. απαύγασμα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- (Mεταφ.) λάμψη· στολίδι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαύγασμα [apávγazma] το, (L)
- ① glow, gleam, glitter (syn ανταύγεια 1):
- το σκοτάδι στο μυαλό του είχε ένα ~ από φως (Koumantareas) |
- poem θριάμβων απαυγάσματα κ' ερέβη βλέπω ολέθρων (Athanas)
- ② fig reflection, image (syn αντανάκλαση 2):
- ~ της πίστης, της πραγματικότητας, της σκέψης |
- ~ των θεωριών του Φρόυντ |
- ~ γνήσιας υψηλοφροσύνης |
- ~ της προσωπικότητας του ποιητή |
- η θρησκεία είναι ~ της ανθρωπίνης συνειδήσεως (Vrettakos) |
- γέμισα της ψυχής μου τα κρύφια με τ' απαυγάσματα των ηδονών (Papatsonis) |
- είναι πιθανό το σονέτο να μην είναι παρά ~ μιας φευγαλέας στιγμής (Thrylos)
- ⓐ consequence, result (syn αποτέλεσμα):
- η στροφή προς το λαό είναι ~ μιας βαθύτερης ανάγκης και αγάπης προς το λαό (Valetas)
- ⓑ conception, conclusion, reflection (syn σκέψη, συμπέρασμα):
- κείμενα εντελώς ξένα στη διάθεσή μας πλαισιώνουν δυσαρμονικά το απαύγασμά μας (Thrylos)
[fr kath απαύγασμα ← MG ← PatrG, K]
- ① glow, gleam, glitter (syn ανταύγεια 1):