Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαυδημός [apav∂imós] ο, (& kath απαυδισμός) (L)
- ① tiredness, weariness, exhaustion (syn εξάντληση, κούραση):
- το λυρικό του κύτταρο γεννοβολούσε ακατάπαυστα, δε γνώρισε τον απαυδημό (Chatzinis) |
- αφήσαμε τον άρρωστο στην ανημπόρια του, στη γύμνια του τ' ορφανό, στον απαυδημό του το στρατoκόπο (Panagiotop) |
- στέναζε κ' έκλαιγε και χτυπιόταν χωρίς απαυδημό (id.)
- ② satiety, surfeit, glut (syn κορεσμός L, χορτασμός):
- poem .. σα φλέβα ολόγεμη χτυπάς μες στην καρδιά μου | κ' είσαι ως μια μέθη σκοτεινή χωρίς απαυδημό (Panagiotop)
[der of απαυδώ; cf also kath (neol Koumanoudis) απαυδισμός]
- ① tiredness, weariness, exhaustion (syn εξάντληση, κούραση):