Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απατώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απατώ [apató] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.(λόγ.) ξεγελώ, εξαπατώ κπ.: Aπατήθηκα από τους τρόπους του. || σε στερεότυπες εκφορές: Aν δε με απατά η μνήμη μου, αν θυμάμαι καλά. Aπατάσαι αν νομίζεις ότι…, κάνεις λάθος, γελιέσαι. Aν δεν απατώμαι…, αν δεν κάνω λάθος… (έκφρ.) τα φαινόμενα απατούν, όσα βλέπουμε ή αντιλαμβανόμαστε, συχνά δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. (λόγ.) ο όφις* με ηπάτησε. 2. έχω εξωσυζυγικό δεσμό, διαπράττω μοιχεία: Mε απάτησες ποτέ; Εδώ και χρόνια την απατά ο άντρας της. Είναι κι αυτός ένας απατημένος σύζυγος.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀπατῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απατώ [apató] (& απατάω) απατά, 3pl απατούν, ipf απατούσα, aor απάτησα (subj απατήσω), mediop απατώμαι (& απατιέμαι) απατάται, 3pl απατώνται (& απατούνται), ipf απατώμουν, aor απατήθηκα, απατήθηκε (& απατήθη; subj απατηθώ) (L)
  • ① deceive, cheat, defraud (syn εξαπατώ, ξεγελώ):
    • τόσον παρά έβγαλες από μένα .. · ποιον μου είπες και δεν απάτησα για χατίρι σου; (Karkavitsas) |
    • ο σύντροφος ποτέ δεν μας απάτησε και δεν μας πρόδωσε (Thrylos) |
    • οι υπουργοί μάς απάτησαν (EKazantz, transl) |
    • αν το άλλο μέρος δέχεται τη δήλωση της βούλησης, όπως τη θέλησε εκείνος που απάτησαν, το δικαστήριο μπορεί να μην ακυρώσει τη δικαιοπραξία (Christidis AK)
  • ⓐ mislead, delude (syn L παραπλανώ):
    • ο θεατής που απατήθηκε είναι πιο έξυπνος από κείνον που δεν απατήθηκε (Karouzos) |
    • οι αισθήσεις, τα φαινόμενα απατούν
  • ⓑ mi απατώμαι delude o.s., be mistaken (syn σφάλλω, κάνω λάθος):
    • απατάται ο άνθρωπος, όταν ελπίζει ότι οι πράξεις του θα ξεφύγουν την προσοχή του θεού (Vrettakos) |
    • η ψυχή σου θα γέμιζε κάθε είδους μεγαλείον, όπως είπε ο Σολωμός, αν δεν απατώμαι (Petsalis) |
    • από ποιο δεδομένο θ' αντλούσαν την βεβαιότητα ότι δεν απατούνται αυτοί κι ότι σφάλλει ο συγγραφέας; (Thrylos) |
    • poem το 'πε, είν' αλήθεια, κι ο Λαέρτης τούτο· | πλην δεν εψεύσθη; πλην δεν απατήθη; (Kavafis)
  • ② force, seduce (syn L αποπλανώ):
    • folkt κι όποιος επήγαινε να την απατήσει, έπεφτε στα πόδια του και του 'λεγε "Eίμαι κοπέλα! για το θεό, μη μ' αγγίξεις!" (Loukatos) |
    • μου κλαύτηκε ένα βράδυ πονηρά πως την είχε απατήσει ένα παλιόπαιδο (Xenop)
  • ③ be unfaithful to, deceive, cuckold (syn κερατώνω):
    • το γέρο της άντρα τον απατούσε κάθε φορά που της παρουσιαζόταν ευκαιρία (Xenop) |
    • μια μέρα η γυναίκα μαθαίνει ξαφνικά πως ο άντρας της την είχε απατήσει (Terzakis) |
    • rembetiko η γυναίκα π' αγαπούσα με παράτησε, | με τον πιο καλό μου φίλο με απάτησε (IPetrop)

[fr kath απατώ ← MG απατώ ← K (also pap) ← AG ἀπατῶ (-άω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάτωτος, -η, -ο [apátotos]
  • lacking a floor, not floored (ant πατωμένος):
    • ο αδερφός του ζεσταινότανε στην άλλη μεριά του καλυβόσπιτου την απάτωτη (Melas) |
    • το άλλο χώρισμα ήταν απάτωτο και πού ν' ακουστούνε πατήματα στο χώμα; (KChatzop)

[cpd w. *πατωτός (: πατώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες