Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απατηλός -ή -ό [apatilós] Ε1 : που παραποιεί την αλήθεια, που δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· παραπλανητικός: Aπατηλά λόγια. H απατηλή όψη των πραγμάτων. Tην ξεγέλασε με απατηλές υποσχέσεις.
απατηλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπατηλός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατηλός, -ή, -ό [apatilós] (L)
- ① deceptive, false (syn L παραπλανητικός):
- ~ θρίαμβος, κόσμος |
- απατηλή αίσθηση, αντίθεση, εντύπωση, επίδειξη |
- απατηλή ασφάλεια, επιφάνεια, ομορφιά, τρυφερότητα |
- απατηλή ελπίδα, προσδοκία |
- απατηλό είδωλο, όνειρο, φαινόμενο, χαμόγελο |
- είναι απατηλή η εικόνα της προσωπικότητάς του |
- απατηλό παιγνίδι του ματιού |
- απατηλά επιχειρήματα specious arguments |
- βεβαιωθήκαμε ότι η ομοιοκαταληξία είναι απατηλό στολίδι (Charis) |
- η γεύση και η όσφρηση μας δίνουν μιαν απατηλή ικανοποίηση (Mourelos) |
- η ειρήνη δεν είναι γεγονός θετικό αλλά μια απατηλή και εφήμερη απουσία του πολέμου (Papanoutsos)
- ⓐ fake, sham (syn πλαστός, ψεύτικος, ant αληθινός, πραγματικός):
- απατηλή ειρήνη |
- απατηλές μορφές ελευθερίας |
- απατηλά τεκμήρια |
- poem αναθεμάτισε τη γη, που τα παιδιά της κάνει | σε μάχες άγριες να ζητούν απατηλό στεφάνι (Markoras)
- ⓑ fallacious, mendacious, misleading (near-syn L ψευδής):
- απατηλές δηλώσεις, υποσχέσεις |
- η βεβαίωση του θανάτου ήταν κάποτε απατηλή (Louros) |
- θανάσιμες παγίδες κρύβονται πίσω από απατηλούς μύθους και φανταχτερά λοφία (Ploritis)
- ⓒ mus απατηλή πτώση deceptive, abrupt or interrupted cadence
- ② deceitful, fraudulent:
- απατηλή γυναίκα, απατηλά μέσα |
- τα απατηλά λόγια του Oδυσσέα έπεισαν τον Aχιλλέα να εγκαταλείψει το κρησφύγετό του (Papatsonis) |
- μόνο άθλιους κι απατηλούς φίλους έχουν οι μονάρχες; (Ploritis)
- ③ illusory, unreal (syn πλασματικός, near-syn ανύπαρκτος, ονειρικός, φανταστικός):
- ο ισπανικός αυτός πόθος ολόκληρων αιώνων έσβηνε από τα μάτια τους σαν απατηλό όραμα (Ouranis) |
- ο σκοπός του ζωγράφου ήταν να δώσει την τέλεια απατηλή εικόνα του βάθους (Andronikos, adapted) |
- ο Mότσαρτ έπλεξε όμορφα, απατηλά δίχτυα μες στο σαλόνι (Petsalis) |
- μετά χάρας θα σε αγαπούσα, αν δεν ήμουν μια απατηλή σκιά (Karagatsis)
[fr kath απατηλός ← PatrG (Sophocles' Lex) ← K, AG]
- ① deceptive, false (syn L παραπλανητικός):