Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατεώνισσα [apateónisa] η,
- female swindler or deceiver (near-syn αγύρτισσα):
- πρέπει εγώ να πάω να προσκυνήσω ποιος ξέρει ποια ~ (Tachtsis)
[der of απατεώνας w. suff -ισσα; cf αλήτισσα etc]
- female swindler or deceiver (near-syn αγύρτισσα):