Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απατεώνας ο [apateónas] Ο2 θηλ. απατεώνισσα [apateónisa] Ο27 : αυτός που εκμεταλλεύεται συστηματικά την εμπιστοσύνη και την καλοπιστία των άλλων για να τους εξαπατά, αποβλέποντας σε προσωπικά, κυρίως οικονομικά, οφέλη: Aυτός είναι μεγάλος ~. Έπεσε θύμα απατεώνα.
απατεωνίσκος ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπατεών, αιτ. -ῶνα· λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ισσα· λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ίσκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατεώνας [apateónas] ο, (& L απατεών)
- swindler, crook, cheat, deceiver, trickster, knave, rogue (syn αγύρτης, απάτη 2, κατεργάρης):
- διεθνής, επιτήδειος, κοινός, μεγάλος ~ |
- και με τους κόλακας και κλέφτες κι απατεώνες βέβαια η πατρίς κιντύνεψε και θα κιντυνέψει (Makryg) |
- έβρισκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν τους αφελείς διάφοροι απατεώνες (Skouzes) |
- αλλά ο θεός απατεών δεν είναι (Papanoutsos)
[fr kath απατεών ← PatrG ← K, AG]
- swindler, crook, cheat, deceiver, trickster, knave, rogue (syn αγύρτης, απάτη 2, κατεργάρης):