Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατίτης [apatítis] ο, (L) miner
- any of a group of calcium phosphate minerals (e.g. calcium phosphate-chloride, calcium phosphate-fluoride etc), apatite
[fr kath (neol Koumanoudis) απατίτης, based on ISV apatite ← Germ Apatit, der of Gr απάτη w. suff -ίτης]